του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Δεν έχω καθόλου πρόθεση να σχολιάσω το πόσο δόκιμες είναι ή όχι ανάλογες φράσεις για ένα πρόεδρο Δημοκρατίας όταν ειδικά αναφέρεται στο εθνικό θέμα. Αυτό με το οποίο θα ασχοληθώ εδώ είναι με την πολιτική θέση που αποτυπώνεται σ’ αυτή την φράση και η οποία πολλές φορές έχει επισήμως διατυπωθεί από στελέχη της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος. Η θέση αυτή συμπυκνώνεται στην εξής απλή θεώρηση: αν η Τουρκία θέλει, θα λυθεί το Κυπριακό. Ουδείς μπορεί να διαφωνήσει. Το πραγματικό ερώτημα όμως είναι άλλο: αν η Τουρκία δεν θέλει, τι θα γίνει; Γιατί αν συνεπαγωγικά αποδεχθούμε το αντίστροφο (αν η Τουρκία δεν θέλει, δεν θα λυθεί το Κυπριακό), τότε απλούστατα είμαστε καταδικασμένοι να υπομένουμε την μοίρα μας μέχρι που – και αν αυτό γίνει ποτέ – το μήλο να ανθίσει!
Είναι εξαιρετικά σημαντικό σ΄αυτήν την κρίσιμη συγκυρία να ξεκαθαρίσουμε τα όρια των επιλογών και τις κατευθύνσεις της στρατηγικής μας. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να απαντήσουμε σε κάποια θεμελιώδη ερωτήματα. Στο πλαίσιο του άρθρου αυτού θα επικεντρωθώ μόνο σ’ αυτά που αφορούν την Τουρκία:
Ερώτημα πρώτο: Θέλει η Τουρκία λύση του Κυπριακού; Έχω την άποψη πως στο πλαίσιο της ανάλυσης της σημερινής κυβέρνησης Ερντογάν, η λύση του Κυπριακού είναι αναπόσπαστο μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την Τουρκία του 2023, όπως την οραματίζεται ο Νταβούτογλου. Κι’ αυτό για μια σειρά από λόγους που μπορούν να αναλυθούν διεξοδικά και έχουν σχέση με τη νέα γεωστρατηγική θεώρηση της Τουρκίας αλλά και ενδογενείς παράγοντες που αφορούν το εσωτερικό παιγνίδι εξουσίας στην ίδια τη χώρα.
Ερώτημα δεύτερο: Ποια λύση επιθυμεί η Τουρκία; Η κυβέρνηση Ερντογάν κατανοεί, και τη θέση αυτή επιβάλλει και στον σημερινό τουρκοκύπριο διαπραγματευτή, πως δεν μπορεί να αποκηρύξει τη συμφωνημένη βάση λύσης, που περιγράφεται άλλωστε και στα ψηφίσματα του ΟΗΕ, εκτός και αν αυτό γίνει με τη συναίνεση και των δύο κοινοτήτων. Απ’ εκεί και πέρα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία θα διαπραγματευθεί σκληρά προκειμένου να διασφαλίσει τους ευνοϊκότερους όρους λύσης για την ίδια. Και για όσους γνωρίζουν την παράδοση του ανατολίτικου παζαριού, από την οποία διαπνέεται η τουρκική διπλωματία, θα διαπραγματεύεται μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν τη συμφωνία, χωρίς να δίδει ακριβείς ενδείξεις για τα ποια είναι τα πραγματικά της όρια.
Ερώτημα τρίτο: Πότε η Τουρκία θα επιλέξει να κινηθεί προς τη λύση; Ακούσαμε από κυβερνητικά χείλη την εκτίμηση, που συμμερίστηκε δημόσια και ο Έλληνας τότε Αναπληρωτής Υπουργός των Εξωτερικών κ. Δρούτσας, πως η Τουρκία δεν επείγεται για λύση. Σωστή η εκτίμηση, ιδιαίτερα, αν κανείς λάβει υπόψη ένα γενικότερο αξίωμα της realpolitik, ότι δηλαδή, για να επείγεται, θα πρέπει, είτε να έχει συγκεκριμένο όφελος ή να έχει κόστος. Είναι αλήθεια πως, όπως είναι σήμερα τα πράγματα, η Τουρκία δεν έχει ούτε όφελος, ούτε κόστος για να κάνει κίνηση αυτή τη στιγμή. Προτιμά να συνεχίσει, αν έχει την επιλογή- και το υπογραμμίζω- να κρατά για την ώρα όμηρο το Κυπριακό. Ο χρόνος κυλάει υπέρ της.
Ερώτημα τέταρτο: Ερχόμαστε έτσι στο πιο καίριο ερώτημα: Μπορούμε εμείς να επηρεάσουμε τις εξελίξεις ή είμαστε καταδικασμένοι να αναμένουμε πότε και αν θα ανθίσει ποτέ το μήλο; Έχω την άποψη πως, ναι, μπορούμε ακόμα να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για μεταβολή της τουρκικής στάσης στο αμέσως επόμενο διάστημα και προτού οι εξελίξεις ανατρέψουν οριστικά τους όρους λύσης προς όφελος της Τουρκίας. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί όμως με ευσεβοποθισμούς, ούτε με αποσπασματικές κινήσεις που δεν εντάσσονται σε ένα συνολικό σχεδιασμό με αρχή και τέλος. Απαιτείται μια ολοκληρωμένη και συγκροτημένη στρατηγική, η οποία βεβαίως, δεν θα βρίσκεται σε διάσταση με το ευρύτερο πλαίσιο συμφερόντων στην Ευρώπη και στην περιοχή. Είναι εδώ ακριβώς που παρατηρούνται σοβαρά ελλείμματα στη στρατηγική μας. Δυνατότητες υπάρχουν. Μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε; Σ’ αυτό το τελευταίο ερώτημα θα επανέλθουμε.