του Μάριου Μαυρίδη
Η αποτυχία των επιχειρήσεων, των πανεπιστημίων και των νέων ανθρώπων, να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο, είναι ένα από τους κύριους λόγους για τους οποίους οι επιχειρήσεις δεν έχουν στη διάθεση τους το ανθρώπινο δυναμικό που χρειάζονται. Ως αποτέλεσμα, 5.6 εκατομμύρια νέοι στην Ευρώπη είναι άνεργοι, σύμφωνα με μελέτη του συμβουλευτικού οίκου McKinsey & Company. Ο κύριος λόγος που οι νέοι πτυχιούχοι είναι άνεργοι, είναι επειδή δεν γνωρίζουν τι πραγματικά θέλει η αγορά εργασίας. Αλλά ούτε και τα πανεπιστήμια γνωρίζουν τι χρειάζεται η αγορά εργασίας. Στην Κύπρο το φαινόμενο αυτό έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις αφού σχεδόν ένας στους δύο πτυχιούχους είναι άνεργος, ενώ η ανεργία για ολόκληρο τον πληθυσμό είναι 17% ή ένας στους έξι. Σύμφωνα με τη μελέτη των McKinsey στην Ευρώπη, το 74% των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (περιλαμβανομένων και των τεχνικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης), δηλώνουν ότι οι απόφοιτοι τους εξασφαλίζουν εργασία, αλλά μόνο το 38% των νέων και το 35% των εργοδοτών συμφωνούν. Είναι λοιπόν φανερό τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις και οι νέοι, δεν επικοινωνούν σωστά και δεν καλύπτουν ο ένας τις ανάγκες του άλλου. Μόνο στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι περισσότεροι εργοδότες δηλώνουν ότι επικοινωνούν με εκπαιδευτικά ιδρύματα μερικές φορές το χρόνο. Στην Ισπανία το ποσοστό επικοινωνίας είναι χαμηλότερο όμως οι Ισπανοί εργοδότες αναφέρουν ότι η επικοινωνία με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι αποτελεσματική. Σύμφωνα με άλλες μελέτες (Mona Mourshed, Jigar Patel and Katrin Suder), οι νέοι αντιμετωπίζουν τρεις βασικές δυσκολίες. Η πρώτη είναι να εγγραφούν σε σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η δεύτερη είναι να πάρουν την κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες και η τρίτη είναι να βρουν την κατάλληλη θέση εργασίας. Σε ότι αφορά τη φοίτηση τους, το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι το κόστος. Αν και τα δίδακτρα στις πλείστες χώρες της Ευρώπης είναι επιδοτούμενα, το κόστος ζωής των φοιτητών έχει ανεβεί σημαντικά, ιδιαίτερα αν η φοίτηση είναι εκτός του χώρου διαμονής της οικογένειας. Επίσης, σε κάποιες χώρες τα μη-ακαδημαϊκά πτυχία και πτυχία τεχνικών επαγγελμάτων δεν επιδοτούνται καθόλου από το κράτος. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η πληροφόρηση. Οι μελέτες αναφέρουν ότι εκτός από τη Γερμανία, λιγότερο από το 25% των φοιτητών δηλώνουν ότι λαμβάνουν επαρκή πληροφόρηση για τα σπουδαστικά προγράμματα και ικανοποιητικές συμβουλές επαγγελματικού προσανατολισμού για να σχεδιάσουν το μέλλον τους. Η μεταβατική περίοδος από την απόκτηση του πτυχίου μέχρι την εξεύρεση της κατάλληλης εργασίας, είναι επίσης μια μεγάλη δυσκολία για τους πτυχιούχους. Το ένα τρίτο των πτυχιούχων ασχολείται με εργασία που δεν έχει σχέση με το αντικείμενο σπουδών τους, ενώ πολλοί άλλοι μπορούν να βρουν δουλειά. Στην Κύπρο τα ποσοστά αυτά είναι μεγαλύτερα από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, κυρίως λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης. Ένα σημαντικό εύρημα της μελέτης των McKinsey, αναφέρει ότι μόνο το 10% των πτυχιούχων στην Ευρώπη έχουν την δυνατότητα να βρουν καλές θέσεις εργασίας. Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι η διαπίστωση ότι το 79% των ερωτηθέντων πτυχιούχων, δηλώνουν απαγοητευμένοι και απαισιόδοξοι για το μέλλον τους.