του Τάσου Μητσόπουλου
Τις μέρες αυτές με την ευκαιρία της γιορτής των Τριών Ιεραρχών, μια γιορτή που από τα πρώτα κιόλας βήματα ίδρυσης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους καθιερώθηκε ως η γιορτή των ελληνικών γραμμάτων, αναπτύχθηκε ένας ενδιαφέρων διάλογος αναφορικά με τις προοπτικές της ελληνικής παιδείας στην Κύπρο. Μέσα από την ευσύνοπτη αυτή παρέμβαση νιώθω την ανάγκη να αναφερθώ στην καθημερινή διαδικασία απαξίωσης της ελληνικής γλώσσας, η οποία ανεπαίσθητα ίσως, αλλά σταθερά μάς αποκόπτει από τον ανεξάντλητο πλούτο της κλασσικής μας παιδείας.
Η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των φετινών απολυτηρίων εξετάσεων, άνοιξε και πάλι ένα γύρο δημοσίων αντιπαραθέσεων αναφορικώς με τις επιδόσεις των μαθητών μας στα νέα ελληνικά. Οι βαθμολογίες υπήρξαν, για πολλούς, άκρως αποκαρδιωτικές έστω κι αν ο Υπουργός της Παιδείας έσπευσε καθηκόντως να διαφωνήσει με τις γενικότερες εκτιμήσεις περί λεξιπενίας και ούτω καθεξής.
Δεν χρειάζεται όμως να είναι κάποιος ειδικός για να διαπιστώσει ότι ενώ, δόξα τω Θεώ, διαθέτουμε ένα πλουσιότατο λεξιλόγιο εντούτοις τα σε χρήση ελληνικά μας είναι λιποβαρή και πάμφτωχα. Στην Ελλάδα πολύ πρόσφατα, το αρμόδιο επί της παιδείας υπουργείο ένιωσε την ανάγκη να δώσει, υπό μορφή υποσημείωσης, την ερμηνεία εφτά λέξεων για το κείμενο του Σεφέρη στο εξεταζόμενο μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Προεξόφλησαν λίγο – πολύ οι αρμόδιοι του υπουργείου πως οι υποψήφιοι των πανελλαδικών εξετάσεων αγνοούσαν την έννοια λέξεων όπως «ψεγάδι», «ροπή», «παρωχημένα», «περασμένων», «υπόδικη», «ανδροειδούς», «εξοβελιστεί» και φρόντισαν να τους την ερμηνεύσουν εκ των προτέρων. Φαντάζομαι τι θα συνέβαινε αν το κείμενο, αντί του Σεφέρη, ήταν του Παπαδιαμάντη, του Κόντογλου ή του Ροίδη.
Σχετικές έρευνες στο χώρο της Ε.Ε. δεικνύουν ότι τα παιδιά μας, οι ελληνόπαιδες δηλαδή της Κύπρου, αλλά και της Ελλάδας, βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις από τα κράτη – μέλη στην κατανόηση κειμένου της μητρικής τους γλώσσας.
Και το πρόβλημα αυτό φαίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό να αγγίζει και τους υποψηφίους θεωρητικής κατεύθυνσης εκείνους δηλαδή που φιλοδοξούν να σπουδάσουν φιλόλογοι, ιστορικοί, εκπαιδευτικοί, δικηγόροι, πολιτικοί επιστήμονες. Οι βαθμολογίες είναι αποκαρδιωτικές, με υψηλά δυστυχώς ποσοστά αποτυχίας που κυμαίνονται κάτω από τη βάση.
Και τι φταινε βέβαια τα παιδιά μας; Αυτά απλώς απορροφάνε όσα τους μεταφέρονται υπό μορφή διδασκαλίας στην τάξη αλλά και στις καθημερινές συναναστροφές τους στο οικογενειακό, φιλικό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Γι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, πέρα από τα συμβατικά σχολικά προγράμματα, όσοι αναλαμβάνουν το ιερό έργο να μυήσουν τα παιδιά μας στον ανεξάντλητο και αθησαύριστο πλούτο της ελληνικής γλώσσας, στις διάφορες διαχρονικά μορφές της, να κατανοούν το βαρύ έργο που επωμίζονται. Να έχουν επίγνωση της ιερότητας της αποστολής. Και για να ανταποκριθούμε με επάρκεια σε ένα τέτοιο στόχο θα πρέπει τόσο οι εκπαιδευτικοί όσο και οι γονείς, αφού το οικογενειακό περιβάλλον είναι καθοριστικό και για τη διαμόρφωση στάσεων ζωής και για τη μετάδοση γνώσεων, να διακρίνονται από τον άδολο έρωτά τους για την ελληνική γλώσσα και να μοιράζουν με θέρμη και αγάπη τα πολύτιμα δώρα της.