του Τάσου Μητσόπουλου
Οι ΗΠΑ δαπανούν περισσότερο από το 20% του συνολικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) των επιμέρους πολιτειών στον ομοσπονδιακό τους προϋπολογισμό. Την ίδια ώρα οι δαπάνες του προϋπολογισμού της ΕΕ αντιπροσωπεύουν κάτι λιγότερο από το 1% του κοινοτικού ΑΕΠ. Η σύγκριση και μόνο αυτή δείχνει ότι η ΕΕ δεν είναι εκ των πραγμάτων ικανή να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ, σε όρους οικονομικούς και αναπτυξιακούς, όσο τουλάχιστον τα συλλογικά της σώματα αλλά και τα κράτη – μέλη δεν συνειδητοποιούν την αδήριτη ανάγκη αύξησης του ποσοστού του κοινοτικού ΑΕΠ που διατίθεται για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Η συρρίκνωση του προϋπολογισμού σε συνδυασμό με τους πρόσφατους κύκλους διευρύνσεων, πλήττουν την αξιοπιστία της ΕΕ και περιορίζουν δραματικά τη δυνατότητά της να παρέμβει αποφασιστικά, με χρηματοδοτικά εργαλεία, ώστε να επιφέρει αναγκαίες αλλαγές τόσο στον ευρωπαϊκό χώρο, όσο και σε περιοχές του τρίτου κόσμου που το έχουν ιδιαίτερη ανάγκη.
Η Επιτροπή προβάλλει κατά καιρούς ως σημαντικό της επίτευγμα την ύπαρξη δημοσιονομικής πειθαρχίας στην σύνταξη και υλοποίηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Η έννοια της πειθαρχίας είναι ασφαλώς σημαντική και ουδείς την αμφισβητεί. Όπου υπάρχουν σπατάλες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αποφασιστικά. Μεγαλύτερες όμως σπατάλες εντοπίζονται στους εθνικούς προϋπολογισμούς και πολύ μικρότερες έως ανύπαρκτες σε έναν ούτως ή άλλως μικροσκοπικό, υποτυπώδη και συρρικνωμένο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Έναν προϋπολογισμό ο οποίος δεν μπορεί να υπηρετήσει με επάρκεια τον φιλόδοξο στόχο της πολιτικής ολοκλήρωσης, της σμίκρυνσης των οικονομικών και περιφερειακών ανισοτήτων, της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης.
Οφείλει συνεπώς η ΕΕ ως συλλογική οντότητα αλλά και καθένα από τα 27 κράτη – μέλη ξεχωριστά, να κατανοήσουν την σημασία της μεγέθυνσης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Όσο ο προϋπολογισμός παραμένει καθηλωμένος και καχεκτικός τόσο η ΕΕ θα φαντάζει στα μάτια των Ευρωπαίων και μη, σαν ένας γίγαντας με πήλινα πόδια.