του Αβέρωφ Νεοφύτου
Ως γνωστό η διαχείριση του δημοσίου χρέους αφαιρέθηκε από την αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και περιήλθε στον έλεγχο του υπουργείου Οικονομικών από την 1ην Αυγούστου 2010. Από τότε η σύναψη βραχυπρόθεσμου δανεισμού μέσω της έκδοσης γραμματίων του δημοσίου έγινε συνήθης πρακτική.
Από την αρχή του χρόνου μέχρι τις 28 Ιουνίου 2011, το υπουργείο Οικονομικών προέβη σε δανεισμό συνολικού ύψους €1580εκ. Από τα €1580εκ., τα €1332εκ. αφορούσαν βραχυπρόθεσμο δανεισμό μέγιστης χρονικής διάρκειας ενός έτους. Τα €701εκ. αφορούσαν γραμμάτια του δημοσίου εξάμηνης διάρκειας και τα €165εκ. αφορούσαν γραμμάτια του δημοσίου χρονικής διάρκειας 39 εβδομάδων. Είχαμε επίσης και γραμμάτια του δημοσίου συνολικής αξίας €466εκ. με χρονική διάρκεια ενός έτους.
Το περίεργο και αξιοσημείωτο στην όλη υπόθεση είναι πως ενώ το υπουργείο ήταν ενήμερο και γνώριζε για τις επερχόμενες υποβαθμίσεις της οικονομίας μας και με δεδομένες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μας μέχρι τον Μάιο του 2012, δεν προέβη σε μακροπρόθεσμο δανεισμό στις αρχές του χρόνου για να ικανοποιήσει τις ανάγκες αυτές. Και με την πρακτική αυτή το Υπουργείο να δανείζεται με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, κατάφερε να αυξήσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του 2012, επειδή όλα τα βραχυπρόθεσμα γραμμάτια που εξέδωσε φέτος, συνολικού ύψους πέραν των €1,3δις, λήγουν τον επόμενο χρόνο. Και τώρα που τα επιτόκια έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από την αρχή του χρόνου, θα πρέπει να αναζητήσουμε από τις αγορές €4δις μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Εάν η κυβέρνηση είχε προβεί σε μακροπρόθεσμο δανεισμό στις αρχές του χρόνου, τότε οι χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους μέχρι τα μέσα του 2012, θα ήταν εξασφαλισμένες. Και μάλιστα με επιτόκια πολύ χαμηλότερα από αυτά που θα κληθούμε να καταβάλουμε τώρα.
Είναι εμφανής η πρόθεση της κυβέρνησης να σπρώξει τα πράγματα μέχρι τις προεδρικές εκλογές. Αυτά μαρτυρούν οι πράξεις τους και η παντελής έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και στρατηγικής. Όλα τα βλέπουν με χρονικό ορίζοντα δύο χρόνων το πολύ. Ακριβώς όπως και τα μέτρα που συζήτησαν με τους κοινωνικούς εταίρους. Δηλαδή την συνεισφορά των δημοσίων υπαλλήλων και την έκτακτη εισφορά των κερδοφόρων εταιριών, όπου και αυτά έχουν μέγιστη χρονική διάρκεια δυο χρόνων.
Εάν πάμε λίγο πίσω, θα θυμηθούμε πως και η προτεινόμενη αύξηση του φορολογικού συντελεστή για νομικά πρόσωπα που εισηγήθηκε η κυβέρνηση και απέρριψε η βουλή είχε και αυτή χρονική διάρκεια δυο χρόνων. Όπως και το έκτακτο τέλος στις τραπεζικές καταθέσεις.
Κανένα μόνιμο μέτρο διαρθρωτικού χαρακτήρα το οποίο θα πρόσφερε μακροπρόθεσμο όφελος στην οικονομία μας δεν έχει εισηγηθεί η κυβέρνηση και δεν φαίνεται και διατεθειμένη να το πράξει. Όλα γίνονται με πρόχειρους σχεδιασμούς και οι λύσεις που προτείνονται επιφανειακές, αφήνοντας ουσιαστικά ανέγγιχτα τα προβλήματα. Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με την διαχείριση του δημοσίου χρέους, όπου χωρίς σχεδιασμό, απλώς δανειζόμαστε όποτε τελειώσουν τα αποθέματα και προχωρούμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
Τώρα, επιχειρείται η άντληση επιπρόσθετων €700εκ. μέσω της έκδοσης ενός διετούς (τυχαίο και πάλι;) κυβερνητικού χρεογράφου, γεγονός που θα ανεβάσει τον δανεισμό από την αρχή του 2011 μέχρι σήμερα, στα €2280εκ.
Αδιαφορούμε για τις υποβαθμίσεις και τους κινδύνους για την οικονομία και η μόνη μας έγνοια είναι να κρύψουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί, μέχρι, όπως νομίζουν κάποιοι, να περάσουν το ορόσημο του Φεβρουαρίου του 2013. Οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης, όμως, δεν τρώνε κουτόχορτο.
Αλλά βαρύτατες ευθύνες έχουν και όσοι απροβλημάτιστα ενέκριναν το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για μεταφορά της διαχείρισης του δημοσίου χρέους από την Κεντρική Τράπεζα στο υπουργείο Οικονομικών. Και εάν τότε είχαν δικαιολογία ότι δεν ήξεραν, τώρα γνωρίζουν. Ας αλλάξουμε, λοιπόν, όλοι μαζί τον νόμο επαναφέροντας τη διαχείριση του δημοσίου χρέους πίσω στην Κεντρική Τράπεζα. Παρόλον που ίσως να είναι πια αργά και η κυπριακή οικονομία δεν φαίνεται να γλυτώνει τον Μηχανισμό Στήριξης.