του Θανάση Τσώκου
Συμπληρώνονται φέτος ενενήντα χρόνια από τη μεγαλύτερη στα χρονικά του Ελληνισμού καταστροφή που οδήγησε στη πρωτοφανή συρρίκνωση του ελληνικού κράτους. Την απώλεια της Μικρασιατικής γης, της «παλιάς» Ελλάδας. Δημιουργίες αιώνων, χάθηκαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Ακολουθούν η ξενιτιά και ο ξεριζωμός, η απόρριψη, η πίκρα του να είσαι από άρχοντας Μικρασιάτης στη γη σου, πρόσφυγας σε κάποιον καταυλισμό στην Κοκκινιά ή στην Τούμπα, μέσα στη φτώχια και την εξαθλίωση.
Φοιτητής ακόμα, περνούσα μπροστά από τα «προσφυγικά» (έτσι τα λέγανε), της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Μου έκανε εντύπωση γιατί έμενε ακόμη κόσμος σε εκείνα τα ετοιμόρροπα συμπλέγματα σπιτιών με τα μικρά μουντά μπαλκονάκια, τους ξεφυλλισμένους τοίχους και τις σκουριασμένες σιδεριές. Το καταλάβαινες από τα μικρά γλαστράκια με τα γεράνια, τους μενεξέδες και το γιασεμί, πάνω στα ετοιμόρροπα πεζούλια των παραθύρων. Έβλεπες τις φιγούρες τους να κινούνται σαν ξωτικά πίσω από τις ξεθωριασμένες κουρτίνες των παραθύρων. Λες και ήταν εκεί ακόμη τα «προσφυγικά» ζωντανό μνημείο για να μας θυμίζει αυτά που ποτέ δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε. Τις πληγές, που ποτέ δεν θα έπρεπε να ανοίξουμε ξανά. Και όμως, τα λάθη επαναλήφθηκαν. Η μη κατανόηση των αιτίων της Μικρασιατικής καταστροφής, και η αδράνεια της ιστορικής μνήμης οδήγησε στην καταστροφή του 1974.
Ο διχασμός, η διπλωματική απομόνωση της Ελλάδος την περίοδο εκείνη, η διπλωματική και στρατιωτική ικανότητα του Κεμάλ Ατατούρκ, η συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Μ. Ασία, παρά τις αντίθετές υποσχέσεις της φιλοβασιλικής κυβέρνησης, οι λανθασμένες στρατιωτικές ενέργειες με βασική την προέλαση μέχρι τον Σαγγάριο ποταμό, που δημιούργησε πρόβλημα ανεφοδιασμού των ελληνικών δυνάμεων που πολεμούσαν εκεί, η κόπωση του ελληνικού στρατού αλλά και της ελληνικής κοινωνίας από το 1912, ήταν τα βασικά αίτια της καταστροφής.
Μικρασιάτες πρόσφυγες έφθασαν και στην Κύπρο. Πλούσιο υλικό βρίσκει κανείς στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο της εποχής. Χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης, ήταν η άρνηση των τότε βρετανικών αρχών να δεχθούν να αποβιβαστούν στην Κύπρο Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι σφαγιάζονταν στην Μικρασιατική γη και οι οποίοι στις πλείστες περιπτώσεις βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας «Ελευθερία», για την παρέμβαση τον Δεκέμβριο του 1922 του Αρχιεπισκόπου Κύπρου προς τη διεθνή κοινότητα. Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρει στην επιστολή του: «Χριστιανοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, καταφθάνουν καθημερινά στις κυπριακές ακτές με ιστιοφόρα. Η κυβέρνηση αρνείται να επιτρέψει έστω και την πρόσκαιρη αποβίβαση τους υποχρεώνοντας τους να συνεχίσουν τις περιπλανήσεις τους στη θάλασσα μέσα σε μικρά πλοία και σε καιρό τρικυμίας κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Έχουν σημειωθεί ναυάγια και θάνατοι προσφύγων λόγω συνωστισμού και κακουχιών. Παρακαλώ ενεργείστε έτσι που να τερματιστεί το μαρτύριο χριστιανών και επιτραπεί η αποβίβαση των προσφύγων στην Κύπρο και όπως η κυπριακή κυβέρνηση παράσχει σε αυτούς την απόλυτα αναγκαία βοήθεια».
Είναι καιρός να πάψει να τίθεται η Μικρασιατική καταστροφή στο περιθώριο της σύγχρονης ελληνικής μνήμης. Πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη για αυτό, όταν ακόμη και σήμερα, υπάρχουν φωνές όπως της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ κ. Ρεπούση, που αναφέρονται στον «συνωστισμό» των Ελλήνων στην προκυμαία της Σμύρνης. Κάτι που προσπάθησε να περάσει και μέσα από τα σχολικά βιβλία.
Σε μια δύσκολη ιστορική συγκυρία για τον Ελληνισμό, η Κύπρος θα πρέπει να αναλάβει το μερίδιο της ιστορικής ευθύνης που της αναλογεί. Θα πρέπει λοιπόν, να καθιερωθεί από το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ο μήνας Σεπτέμβριος ως μήνας Μικρασιατικού Ελληνισμού. Επίσης, θα πρέπει ο Δήμος Λάρνακας σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Μικρασιατών Κύπρου που ιδρύθηκε το 2010, να ανεγείρει μνημείο στη μνήμη όλων των Μικρασιατών προσφύγων που κατέφθασαν στην Κύπρο ως πρόσφυγες αλλά και των θυμάτων της Μικρασιατικής καταστροφής.