του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Η κατόπιν ορθολογικής και ενδελεχούς μελέτης τοποθέτηση του Δημοκρατικού Συναγερμού σε σχέση με το ζήτημα της εκχώρησης περισσότερων εξουσιών στις ομόσπονδες πολιτείες, έναντι της θέσης της κυβέρνησης για υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο κέντρο, στάθηκε αφορμή για επικριτικά σχόλια. Το ΑΚΕΛ διαστρεβλώνοντας τη θέση μίλησε για χαλαρή ομοσπονδία ενώ την ίδια ώρα επανέλαβε τα γνωστά περί μετάλλαξης του Δημοκρατικού Συναγερμού ενόψει προεδρικών. Αν όμως στόχος είναι οι προεδρικές, πώς ο Δημοκρατικός Συναγερμός υποστηρίζει μια αντιδημοφιλή θέση, όπως είναι η χαλαρή ομοσπονδία; Είναι προφανές ότι ούτε η πρώτη κατηγορία ευσταθεί, ούτε η δεύτερη. Ας δούμε όμως ποια είναι τα αντικειμενικά δεδομένα που επιβάλλουν σήμερα την προσαρμογή της πολιτικής της ελληνοκυπριακής πλευράς στο θέμα αυτό.
Καταρχάς, χρειάζεται να διευκρινίσουμε ότι η ανάλυση που ακολουθεί έχει νόημα από τη στιγμή που συζητούμε για λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, όπως προνοούν οι Συμφωνίες Κορυφής, η Συμφωνία της 8ηςΙουλίου και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Είναι αλήθεια, ότι δεν είναι το όνομα που έχει σημασία αλλά το περιεχόμενο της λύσης. Το τριαντάφυλλο θα μυρίζει το ίδιο ωραία, ακόμα και αν του αλλάξουν το όνομα. Όπως το ίδιο ανυπόφορη θα είναι η οσμή των σκουπιδιών, ακόμα και αν τα ονομάσουν τριαντάφυλλα! Είναι γι’ αυτό, άλλωστε, που είναι πραγματικά κρίσιμης σημασίας η πρόταση του Δημοκρατικού Συναγερμού για την ετοιμασία ενός συνολικού πλαισίου προτάσεων λύσης, όπως το πράξαμε και το 1989. Για να μιλούμε επιτέλους όλοι την ίδια γλώσσα και να ξέρουμε πού βαδίζουμε. Αλλά και για να επικαιροποιήσουμε τις προτάσεις μας με βάση όλα τα νέα δεδομένα.
Αποκέντρωση και η Αρχή της Επικουρικότητας στην Ε.Ε.
Πρώτα και πάνω απ’ όλα, η ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαμορφώσει ένα εντελώς νέο σκηνικό. Συμμετέχουμε πλέον σε ένα εξελισσόμενο πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης, όπου εξουσίες και αρμοδιότητες εκχωρούνται από τα άλλοτε συγκεντρωτικά έθνη-κράτη, τόσο προς το υπερεθνικό-κοινοτικό επίπεδο (Βρυξέλλες), όσο και σε υποεθνικό επίπεδο (περιφέρειες-τοπική αυτοδιοίκηση). Η τάση αυτή για αποκέντρωση είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της ίδιας της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης. Όπως εύστοχα σημειώνει ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Ντάνιελ Μπελ, το κράτος είναι πλέον πολύ μικρό για τα μεγάλα προβλήματα (π.χ. τρομοκρατία, κλιματική αλλαγή, πυρηνική απειλή) και πολύ μεγάλο για τα μικρά προβλήματα που αφορούν την καθημερινότητα του πολίτη.
Είναι γι’ αυτό που η εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, όπως έχει ενισχυθεί και με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, έχει ακριβώς ως στόχο οι αποφάσεις να λαμβάνονται όσο το δυνατό πιο κοντά στον πολίτη. Η τάση αυτή για αποκέντρωση παρατηρείται σήμερα σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Δεν θα κάνω αναφορά στα ομοσπονδιακά κράτη, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο, η Αυστρία ή η Ελβετία για να αντλήσω παραδείγματα. Ούτε σε κράτη με παραδοσιακή αποκέντρωση εξουσιών στις περιφέρειες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Θα αναφερθώ ενδεικτικά στην περίπτωση της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα παραδοσιακά συγκεντρωτικά κράτη της Ευρώπης, όπου και εκεί έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια μια διαδικασία αποκέντρωσης με εκχώρηση αρμοδιοτήτων στην περιφέρεια (βλ. χαρακτηριστικά παραδείγματα Κορσικής στη Γαλλία, Σκωτίας και Βόρειας Ιρλανδίας στο Η.Β.).
Ιστορική και πολιτική διάσταση
Ας επανέλθουμε όμως στην περίπτωση της Κύπρου, όπου έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ως αυτονόητο, πως όσο περισσότερες είναι οι εξουσίες στην κεντρική κυβέρνηση, τόσο ισχυρότερη είναι η θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς. Αυτό έχει ιστορική εξήγηση αφού παραπέμπει στην αρχική επιδίωξη της πλευράς μας για ενιαίο κράτος, έναντι της συνομοσπονδιακής θέσης της Τουρκίας. Από τη στιγμή όμως που διαπραγματευόμαστε για ομοσπονδία, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας πως στο κεντρικό ομοσπονδιακό επίπεδο, χρειάζεται να εξασφαλίζεται, με κάποιο τρόπο, η συναίνεση και των δύο κοινοτήτων. Δεν θα έπρεπε να μας προβληματίσει, άραγε, γιατί η τουρκική πλευρά δεν έφερε ένσταση σ’ αυτό που ο κ. Χριστόφιας παρουσίασε δήθεν ως επιτυχία, δηλαδή την αύξηση των εξουσιών της κεντρικής κυβέρνησης σε σχέση με το Σχέδιο Ανάν;
Βεβαίως, δεν έχει τόση σημασία το πόσες, όσο το ποιες εξουσίες εκχωρούνται στις ομόσπονδες πολιτείες. Το κρίσιμο ζήτημα είναι να μην επηρεάζεται η καθημερινότητα των πολιτών από θεσμικά αδιέξοδα που μπορεί να προκύπτουν λόγω αδυναμίας λήψης αποφάσεων σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Αν για παράδειγμα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν μπορεί να καταλήξει σε κοινή απόφαση, σ’ ότι αφορά τη στάση που θα τηρήσει η Κύπρος στην Ε.Ε. σε σχέση με τις εξελίξεις στη Συρία, αυτό δεν θα έχει καμιά επίπτωση στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Αν όμως υπάρχει διαφωνία αναφορικά με ένα ζήτημα π.χ. κοινωνικής πολιτικής, που αφορά άμεσα τη καθημερινότητα του πολίτη, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αλυσιδωτές αποσταθεροποιητικές συνέπειες.
Ιδεολογική διάσταση
Η θέση για όσο το δυνατό περισσότερες εξουσίες στο κέντρο έχει προσλάβει όμως τα τελευταία τέσσερα χρόνια και μια ιδεολογική διάσταση. Πέραν της κλασσικής κομμουνιστικής προσέγγισης για υπερσυγκεντρωτικό κράτος, στο πλαίσιο της αντίληψης αυτής, ενυπάρχει και η εσφαλμένη, κατά την άποψη μου, προσδοκία περί της δημιουργίας μιας νέας εθνικής ταυτότητας, που σταδιακά θα υπερκεράσει τόσο την ελληνική όσο και την τουρκική ταυτότητα. Η λογική είναι πως όσο περισσότερες οι εξουσίες στο κεντρικό επίπεδο, τόσο περισσότερη θα είναι η νομιμοποίηση του ομοσπονδιακού κράτους από τους πολίτες, γύρω από το οποίο θα οικοδομηθεί μια νέα εθνική ταυτότητα.
Αξίζει να σταθούμε για λίγο στη θέση αυτή. Καταρχάς, η προσέγγιση αυτή, όχι μόνο δεν τεκμηριώνεται εμπειρικά αλλά λειτουργεί και ως αποτρεπτικό στοιχείο για την ίδια την εξεύρεση λύσης. Όπως μας πληροφορεί ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς στα θέματα ταυτότητας και μειονοτήτων, ο Will Kymlicka, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τον «πατριωτισμό» (κατά Habermas, «συνταγματικό πατριωτισμό») που αφορά την αφοσίωση προς το κράτος, από την εθνική ταυτότητα. Δίνοντας ένα παράδειγμα από ένα πολυεθνικό κράτος, όπως η Ελβετία, ο Κymlicka εξηγεί ότι η νομιμοποίηση του ομοσπονδιακού κράτους πηγάζει ακριβώς από την αναγνώριση και τον σεβασμό της ίδιας της εθνικής ταυτότητας του κάθε πολίτη.
Δεύτερο, έχει αποδειχθεί ιστορικά σε διαιρεμένες κοινωνίες πως οι εθνοτικές ταυτότητες όχι μόνο δεν υποχωρούν αλλά ο σεβασμός τους καθίσταται καθοριστικό στοιχείο για την επιτυχία ομοσπονδιακών/ συναινετικών (consociational) συστημάτων (βλ. για παράδειγμα σχετική έρευνα των καθηγητών O’Leary Β. και McGarry J., οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω συμβουλεύουν και τον ΟΗΕ!). Ειδικότερα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ζητούμενο είναι η συνύπαρξη πολλαπλών ταυτοτήτων και όχι η κατάργηση ταυτοτήτων.
Τέλος, θα ήταν ίσως χρήσιμο, να θυμηθούμε το παράδειγμα ομοσπονδιών στα (εξ ορισμού) υπερσυγκεντρωτικά κομμουνιστικά συστήματα. Όλες έχουν καταρρεύσει (Σοβιετική Ένωση, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία). Αντίθετα, ομοσπονδίες με αποκέντρωση εξουσιών, όπως η Ελβετία, η Ινδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν αντέξει στο χρόνο και αποτελούν πρότυπα.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως ο στόχος της διασφάλισης της βιωσιμότητας και της λειτουργικότητας του ομοσπονδιακού κράτους περνά μέσα από την ορθολογική επιλογή τους εύρους αλλά και του είδους της αποκέντρωσης. Δεν υπάρχει μια χρυσή συνταγή, ωστόσο, ο γενικός προσανατολισμός θα πρέπει να είναι από τη μια, η κατοχύρωση της κρατικής οντότητας και της ενότητας της ομοσπονδίας, μέσα από εξουσίες στη κεντρική κυβέρνηση, που μεταξύ άλλων, θα ενισχύουν τη μια διεθνή προσωπικότητα, τη μια ιθαγένεια και τη μια κυριαρχία, και από την άλλη, η εκχώρηση τέτοιων αρμοδιοτήτων στις ομόσπονδες πολιτείες κατά τρόπο που θα μειώνεται ο κίνδυνος αδιεξόδων και η απειλή για κατάρρευση του κράτους. Μια ισχυρή ομοσπονδία είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, μια βιώσιμη και λειτουργική ομοσπονδία.