του Χριστόφορου Φωκαΐδη
«Αλήθεια είναι ό,τι συμφέρει στο λαό» (Β.Ι.Λ ένιν). Ποιος όμως προσδιορίζει τι είναι συμφέρον για το λαό; Απάντηση σ’ αυτό δίνει ο ίδιος ο Λένιν στο έργο του με τίτλο «Τι να κάνουμε» (1902), που αποτελεί και τη θεωρητικοπολιτική βάση για την οικοδόμηση του λενινιστικού κόμματος. Θέτοντας υπό αμφισβήτηση την επαναστατική ικανότητα των μαζών, για την οποία είχε μιλήσει ο Μαρξ, ο Λένιν προτείνει τη δημιουργία ενός κόμματος επαγγελματιών, το οποίο θα διαδραματίζει το ρόλο του καθοδηγητή της εργατικής τάξης. Το κόμμα, σύμφωνα με τον Λένιν, είναι η οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης και ο πιο συνειδητός εκφραστής των αντικειμενικών της συμφερόντων.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά, μπορεί να διερωτηθεί κανείς, με το ζήτημα της παραίτησης Χριστόφια, όπως προέκυψε μετά την τραγική έκρηξη στο Μαρί και κυρίως μετά την ανακοίνωση του πορίσματος Πολυβίου; Έχω την άποψη, πως για να κατανοήσουμε τους βαθύτερους λόγους για τους οποίους δεν παραιτείται ο πρόεδρος Χριστόφιας, θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας πέραν της στατικής θεώρησης που αφορά το πολιτικό κόστος, είτε του ΑΚΕΛ ή και του ιδίου του Προέδρου. Γιατί, αν ήταν μόνο αυτό, τότε ίσως και να είχαμε παραίτηση. Θεωρώ, ότι το πολιτικό κόστος είναι δεδομένο (αυτό καταγράφεται άλλωστε στις δημοσκοπήσεις) και για τον Πρόεδρο και για το ΑΚΕΛ.
Ισχυρίζομαι μάλιστα, ότι θα μπορούσε κάποιος εύκολα να επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψης, πως αν ήθελαν απλώς να περιορίσουν το πολιτικό κόστος, το καλύτερο που θα έκαναν θα ήταν, αμέσως μετά το πόρισμα Πολυβίου, μέσα από μια γενναία παραίτηση, ο Πρόεδρος να τροχοδρομούσε μια συναινετική λύση για κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με μεταβατικό πρόεδρο περιορισμένης θητείας, που θα πρότεινε ο ίδιος.
Αιρώμενος πάνω από το πρόβλημα, αμφισβητώντας μεν τα ευρήματα του πορίσματος αλλά σεβόμενος τη διαδικασία που ο ίδιος όρισε, θα κέρδιζε τη συμπάθεια σημαντικής μερίδας της κοινής γνώμης. Η συζήτηση περί της ποινικής δίωξης του Προέδρου, σε μια τέτοια περίπτωση, θα ακουγόταν ως πολιτικός καννιβαλισμός ή ως πολιτική γελοιότητα.
Το δε ΑΚΕΛ θα απέφευγε την πολιτική απομόνωση, την κοινωνική κατακραυγή αλλά και το συνεχές άχθος να υπερασπίζεται καθημερινά τα ανυπεράσπιστα. Θα είχε έτσι τη δυνατότητα να ανασυνταχτεί μέχρι τις προεδρικές του 2013.
Αυτό δεν έχει γίνει και ούτε πρόκειται να γίνει κατά τη γνώμη μου. Κι’ αυτό, όχι γιατί το ΑΚΕΛ και ο Πρόεδρος δεν έχουν πολιτικό κόστος ή γιατί δεν το συνειδητοποιούν. Αυτό το έχουν δεχθεί ήδη και έχουν καταστρώσει την επικοινωνιακή τους στρατηγική για να το περιορίσουν όσο μπορούν (βλ. πολιτικό πραξικόπημα – μπαμπούλας δεξιάς/Αναστασιάδη).
Στην αντίληψη της ηγεσίας του ΑΚΕΛ, το πολιτικό κόστος δεν είναι το μείζον πρόβλημα που προέκυψε απ’ αυτή την κρίση. Το μείζον είναι η έντονη αμφισβήτηση του προέδρου Χριστόφια και του ΑΚΕΛ από τους ίδιους τους ψηφοφόρους του, είναι το τεράστιο ρήγμα εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική και τα κόμματα, είναι η χειραφέτηση της κοινωνίας.
Οι νέες αυτές κοινωνικές δυναμικές που αναπτύσσονται, για ένα κόμμα με την ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική συγκρότηση του ΑΚΕΛ, συνιστούν μια τεράστια πρόκληση. Συχνά το ξεχνούμε, όμως το μοντέλο λειτουργίας του ΑΚΕΛ συνιστά μια εντυπωσιακή εξαίρεση σ’ ολόκληρο τον σύγχρονο κόσμο. Δεν υπάρχει πουθενά καμιά άλλη φιλελεύθερη δημοκρατία, όπου ένα κομμουνιστικό κόμμα (πιστό στο Μαρξισμό-Λενινισμό), βρίσκεται στην εξουσία και διατηρεί σταθερά ποσοστά γύρω στο 33%.
Έχω την άποψη, λοιπόν, πως μια ενδεχόμενη παραίτηση του προέδρου Χριστόφια, θα συνιστούσε επίσημη επικύρωση της αμφισβήτησης του ιδίου του κόμματος ως κόμματος καθοδηγητή. Παραδοχή λάθους θα σήμαινε ουσιαστικά αυτοακύρωση της ίδιας της ιεραρχικής καθοδηγητικής λειτουργίας του κόμματος και θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου εντός του κόμματος, με κίνδυνο να γενικευθεί η αμφισβήτηση της κομματικής «αλήθειας». Αν έκαναν λάθος σ’ αυτό το θέμα γιατί να μην έχουν κάνει λάθος και στο άλλο …και στο άλλο… Αυτό είναι ένα κρίσιμης σημασίας θέμα για ένα κόμμα τύπου ΑΚΕΛ. Ακόμα και αυτή η αρχή της αυτοκριτικής, για την οποία παινεύεται από καιρού εις καιρό, αποτελεί (όπως συμβαίνει με όλα τα κομμουνιστικά κόμματα) μια αυστηρά δομημένη και καθοδηγούμενη διαδικασία. Το κόμμα θα επιλέξει, πότε και κάτω από ποιες προϋποθέσεις και όρους, θα γίνει η αυτοκριτική. Και αυτό πάντα μέσα από αυστηρά συντεταγμένες διαδικασίες. Η κριτική ή η αυτοκριτική που γίνεται έξω από το πλαίσιο αυτό, όχι μόνο δεν γίνεται ανεχτή αλλά τυγχάνει σφοδρής και οργανωμένης πολεμικής (βλ. για παράδειγμα προσωπικές επιθέσεις ενάντια σε κάποια πρώην στελέχη του ΑΚΕΛ που τόλμησαν αυτές τις μέρες να διαφωνήσουν με το κόμμα).
Καταληκτικά, λοιπόν, θα έλεγα πως με τη μη παραίτηση Χριστόφια, το ΑΚΕΛ δεν επιχειρεί να αποφύγει το πολιτικό κόστος. Αντίθετα, είναι με δεδομένο το πολιτικό κόστος που το ΑΚΕΛ λαμβάνει αυτή τη θέση. Γιατί αυτό που απειλείται είναι κάτι υπέρτερο από το πρόσκαιρο πολιτικό κόστος. Είναι η ίδια η ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση και η φυσιογνωμία του κόμματος, και άρα η ίδια η πολιτική λειτουργία του ΑΚΕΛ, όπως τη ξέρουμε σήμερα.