του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Η δυνατότητα ενός κράτους να μεταδίδει αποτελεσματικά τη θέση του, τη δική του «αφήγηση», σε ένα διεθνοπολιτικό ή διπλωματικό ζήτημα και η στρατηγική διαχείρισης της επικοινωνίας στην εξωτερική πολιτική, είναι εξαιρετικά σημαντική στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Και αυτό γιατί η εξωτερική πολιτική σήμερα δεν αφορά μόνο τους διπλωμάτες. Η επανάσταση στο χώρο των νέων τεχνολογιών διαμορφώνει νέα δεδομένα σ’ ότι αφορά στο ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι σύγχρονες κοινωνίες της πληροφορίας στη διαμόρφωση στάσεων και επιλογών των κυβερνήσεων. Ακόμα και σ’ αυτές τις εξεγέρσεις που παρακολουθούμε τις τελευταίες βδομάδες στον αραβικό κόσμο, ο ρόλος του διαδικτύου και γενικότερα των μέσων μαζικής επικοινωνίας είναι καταλυτικός.
Πριν από δύο περίπου δεκαετίες, o Joseph Nye, στο έργο του «Soft Power: The Means to Success in World Politics», είχε προτείνει πως τα κράτη θα πρέπει, πέρα από τη «σκληρή ισχύ», δηλαδή τη στρατιωτική και οικονομική ισχύ, να διαθέτουν αυτό που ονόμασε «ήπια ισχύ». Η ήπια ισχύς δεν υποκαθιστά την κλασσική «σκληρή» ισχύ, αλλά τη συμπληρώνει προκειμένου να μεγιστοποιήσει τη δυνατότητα ενός κράτους να επηρεάζει τη συμπεριφορά άλλων κρατών.
Για την άσκηση ήπιας ισχύος είναι απαραίτητη η ανάπτυξη μιας νέας δημόσιας διπλωματίας. Το μοντέλο αυτό βρίσκει εφαρμογή σήμερα στην άσκηση της νέας εξωτερικής πολιτικής και αυτής ακόμα της Τουρκίας, στο πλαίσιο του νέου δόγματος Νταβούτογλου. Υπ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αναλυθεί και η προσπάθεια που καταβάλλει η Τουρκία για αναβάθμιση του διεθνούς της κύρους και των ερεισμάτων της σε σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς.
Η επιτυχία στην άσκηση ήπιας ισχύος προϋποθέτει, ωστόσο, ότι ένα κράτος μπορεί να προσδώσει στα εθνικά του συμφέροντα μια ηθική και πολιτική νομιμοποίηση. Η πρόσφατη απροκάλυπτη επίθεση του Ερντογάν ενάντια στους Τουρκοκύπριους συνιστά ουσιαστικό πλήγμα στην προσπάθεια της Τουρκίας να οικοδομήσει την εικόνα ενός ουδέτερου εποικοδομητικού τρίτου μέρους στο Κυπριακό. Και θα μπορούσε να ήταν ακόμα μεγαλύτερο το πλήγμα, αν είχαμε μέσα από μια ολοκληρωμένη και συγκροτημένη στρατηγική, καταφέρει να αναδείξουμε τον παραλογισμό της κατοχής και της διαίρεσης μιας χώρας μέλους της Ε.Ε. από μια χώρα που θέλει να ενταχθεί στην Ένωση.
Δυστυχώς, μετά από 36 και πλέον χρόνια, όχι μόνο δεν έχουμε καταφέρει να ανεβάσουμε το κόστος της κατοχής για την Τουρκία αλλά χάνουμε σταδιακά και την πολιτική και ηθική υπεροχή που είχαμε στο παρελθόν. Ας σκεφθούμε μόνο την υπόθεση του Κανονισμού για το Απευθείας Εμπόριο και τις τελευταίες αποφάσεις του ΕΔΑΔ, για να μη αναφερθούμε στην Ισλαμική Διάσκεψη.
Υπάρχει δρόμος αναστροφής αυτής της αρνητικής πορείας που έχει διαμορφωθεί; Θεωρώ πως βρισκόμαστε σε ένα εξαιρετικά οριακό σημείο. Επιβάλλεται χωρίς καθυστέρηση αλλαγής πορείας. Όταν το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί τα κατεχόμενα ως υποτελή στη Τουρκία διοίκηση, δεν μπορεί εμείς να επιτρέπουμε στην Τουρκία να παραμένει μακριά από την τράπεζα των διαπραγματεύσεων, κρυβόμενη πίσω από την «κυπριακής ιδιοκτησίας» διαδικασία.
Την ίδια ώρα θα πρέπει να διασυνδέσουμε χωρίς άλλη καθυστέρηση την περαιτέρω συνέχιση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, όχι με το άνοιγμα λιμανιών και αεροδρομίων αλλά με τα θέματα ουσίας του Κυπριακού. Στο πλαίσιο αυτό το άνοιγμα της πόλης της Αμμοχώστου θα πρέπει να τεθεί ως προτεραιότητα και προμετωπίδα των διεκδικήσεων μας. Είναι η αχίλλειος πτέρνα της Τουρκίας. Είναι το θέμα που ακόμα συγκινεί και που πείθει κάθε αντικειμενικά σκεπτόμενο τρίτο πως το σημερινό στάτους κβο στην Κύπρο πρέπει να τερματιστεί.
Ο χρόνος δεν κυλά προς όφελος της δικής μας πλευράς. Επιβάλλεται αναθεώρηση της μέχρι σήμερα στρατηγικής μας και παράλληλα μια νέα επιθετική δημόσια διπλωματία που θα αναδεικνύει το Κυπριακό ως τον μεγαλύτερο ιστορικό, πολιτικό και θεσμικό αναχρονισμό που υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη.