του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Οι τελευταίες κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας χιλιάδων Τουρκοκυπρίων συνιστούν ουσιαστικά την κορύφωση σημαντικών οικονομικών, κοινωνικών αλλά και πολιτικών αλλαγών στα κατεχόμενα, που έχουμε υποχρέωση να αναλύσουμε με προσοχή. Οφείλουμε αυτή τη φορά, και ιδιαίτερα σ’ αυτή την κρίσιμη πολιτική συγκυρία, να εκτιμήσουμε με νηφαλιότητα και ορθολογισμό τις δυναμικές που δημιουργούνται εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας και να αποκωδικοποιήσουμε σωστά τα μηνύματα που εκπέμπονται.
Υπάρχουν σίγουρα σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις σημερινές κινητοποιήσεις των Τουρκοκυπρίων και εκείνες που ζήσαμε την περίοδο 2001-2004, υπάρχουν όμως και ομοιότητες. Καταρχάς, θα πρέπει να σημειώσουμε την ετερογένεια των δυνάμεων που συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις. Βασική κοινή τους θέση η εναντίωση στην οικονομική πολιτική της Τουρκίας έναντι των κατεχομένων, όπως αυτή αποτυπώνεται στο οικονομικό πρωτόκολλο 2010-2012 που επιβλήθηκε από την τουρκική κυβέρνηση.
Την ίδια ώρα θα πρέπει να σημειώσουμε τη συνεχιζόμενη ροή εποίκων στα κατεχόμενα οι οποίοι, ως πιο φθηνό εργατικό δυναμικό, προτιμούνται στην αγορά εργασίας. Αυτό σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης αναδεικνύει πιο έντονα το αίτημα των Τουρκοκυπρίων για διατήρηση της ταυτότητάς τους και επανακαθορισμό των σχέσεων τους με την Τουρκία. Αν όμως οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι εκφράζουν φόβο και ανησυχία για το γεγονός ότι έχουν ήδη γίνει μειοψηφία και για το ότι απειλείται η ταυτότητά τους, θα πρέπει και εμείς να προβληματιστούμε ως προς το σε ποια κατεύθυνση οδηγούνται τα πράγματα, εάν δεν υπάρξει σύντομα λύση του Κυπριακού.
Το κλίμα αντίδρασης κατά της Τουρκίας, το αίτημα των Τουρκοκυπρίων να ορίσουν την μοίρα τους αλλά και η αδυναμία την ίδια στιγμή να διατυπωθεί ένα σαφές πολιτικό αίτημα για λύση, διαμορφώνονται σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου διαπιστώνεται έλλειψη προόδου στις συνομιλίες αλλά και απουσία αισιόδοξης προοπτικής για κατάληξη σε συμφωνία για λύση.
Οι δηλώσεις του Ερντογάν επέτειναν την αντίδραση των Τουρκοκυπρίων. Ήταν δηλώσεις που εξέπεμπαν αλαζονεία και που σε κάθε περίπτωση αποκάλυψαν το πραγματικό πρόσωπο της Άγκυρας. Προσωπικά, δεν συμφωνώ με την εκτίμηση ότι η τοποθέτηση αυτή ήταν προμελετημένη. Θεωρώ πως μάλλον μπορεί να ειδωθεί από την σκοπιά του εκρηκτικού ταμπεραμέντου του Ερντογάν, ο οποίος το τελευταίο διάστημα, δεν κρύβει τη δυσαρέσκεια του για την αδυναμία του Έρογλου να διαχειριστεί την κατάσταση στα κατεχόμενα. Είναι σαφές ότι ο Ταλάτ, λόγω της σχέσης του κόμματός του με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να απορροφά τους κραδασμούς από ανάλογες αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων.
Μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις δεν μπορούμε να παραμένουμε παθητικοί θεατές. Δυστυχώς, ως κράτος ουδέποτε καταφέραμε να διαμορφώσουμε μια συγκροτημένη «βόρεια» πολιτική για τους Τουρκοκύπριους, ανάλογη της «ανατολικής» πολιτικής (Ostpolitik) του Μπίλλυ Μπραντ για την ανατολική Γερμανία. Ούτε έχουμε καταφέρει ακόμα να αναδείξουμε κατά τρόπο που θα προκαλεί κόστος στην Τουρκία, τον παραλογισμό της κατοχής εδάφους μιας χώρας μέλους από μια υπό ένταξη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πιστεύω ότι συγκυρία μας δίνει τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουμε τη στρατηγική μας. Οι προτάσεις του Δημοκρατικού Συναγερμού, συμπεριλαμβανόμενης και της διεύρυνσης των διαπραγματεύσεων, βάζουν τα πράγματα σε μια νέα βάση. Πρέπει να ανεβάσουμε το κόστος της κατοχής για την Τουρκία και αυτό δεν μπορεί να γίνει με την παρούσα διαδικασία διαπραγματεύσεων. Χρειάζεται να καταστήσουμε στην πράξη το Κυπριακό ευρωπαϊκό ζήτημα, γι’ αυτό η Ε.Ε. πρέπει να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις, που θα συνεχίσουν να διεξάγονται υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε..
Αν η Τουρκία σταθεί εμπόδιο στη λύση, η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων θα πολιτικοποιηθεί περισσότερο. Θα πρέπει τώρα να δημιουργήσουμε ένα πλέγμα πιέσεων και κινήτρων που θα πιέζουν την Τουρκία. Και στην Κύπρο και στην Ευρώπη. Η δυναμική των διαδηλώσεων στην τουρκοκυπριακή κοινότητα δείχνει ένα δρόμο για όλους: επίλυση του Κυπριακού με βάση τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και ανάπτυξη μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνει η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.