του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα άρθρα τους λόγους για τους οποίους η λύση του Κυπριακού αποτελεί, κατά την άποψη μας, αναπόσπαστο μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την Τουρκία του 2023, όπως την οραματίζονται Ερντογάν και Νταβούτογλου. Η λύση αυτή, βεβαίως, θα τύχει σκληρής διαπραγμάτευσης από την Τουρκία για να πετύχει τους ευνοϊκότερους για την ίδια όρους. Και, βεβαίως, οι όροι γίνονται de facto ευνοϊκότεροι για την Τουρκία όσο περισσότερο αργεί η λύση. Όχι μόνο επί του εδάφους αλλά πλέον και μέσα από αποφάσεις δικαστηρίων. Είναι λογικό, συνεπώς, η Τουρκία να μην επείγεται τώρα για λύση. Δεν έχει, αυτή τη στιγμή, ούτε κάτι να κερδίσει αλλά και ούτε και να χάσει.
Tο ερώτημα που απομένει, λοιπόν, είναι το εξής: έχει τη δυνατότητα η δική μας πλευρά να ανατρέψει τους τουρκικούς σχεδιασμούς; Έχω την άποψη πως μπορούμε ακόμα να πετύχουμε μεταβολή της τουρκικής στάσης αν χωρίς καθυστέρηση διαμορφώσουμε μια ολοκληρωμένη και συγκροτημένη στρατηγική, αναλύοντας με ορθολογισμό όλα τα δεδομένα. Σταχυολογώ κάποια βασικά:
1. Μόνο ο ιστορικός εθνικός στόχος της ένταξης της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια μπορεί να νομιμοποιήσει πολιτικά εντός της χώρας τον συμβιβασμό στο Κυπριακό. Στο δίλημμα ένταξη στην Ε.Ε. ή λύση του Κυπριακού, η Τουρκία επιλέγει σίγουρα το πρώτο αλλά το δίλημμα αυτό προτιμά -αν έχει την δυνατότητα- να το απαντήσει στην πορεία των επόμενων 10-15 χρόνων, κρατώντας έτσι ουσιαστικά το Κυπριακό όμηρο της ενταξιακής της πορείας.
2. Το στοίχημα, συνεπώς, για τη δική μας πλευρά είναι να μεταφέρουμε το στρατηγικό αυτό δίλημμα για την Τουρκία από το επισφαλές μέλλον στο άμεσο παρόν. Εάν αφήσουμε το χρόνο να κυλά, όχι μόνο οι όροι λύσης θα μεταβάλλονται συνεχώς προς όφελος της Τουρκίας αλλά θα έχει αχρηστευθεί και ο ρόλος της Ε.Ε. ως καταλύτη για λύση. Ενδεχόμενη προώθηση του Κανονισμού για το Απευθείας Εμπόριο θα σηματοδοτήσει ουσιαστικά την απαρχή αυτού που ο Τάσσος Παπαδόπουλος είχε κάποτε αποκαλέσει ευρωδιχοτόμηση.
3. Ούτε η Τουρκία πρόκειται να αποδυναμωθεί τα επόμενα χρόνια, όπως προέβλεπαν κάποιοι, ούτε η διαδικασία εξευρωπαϊσμού μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή των στρατηγικών της συμφερόντων. Έχει άλλωστε διαψευστεί, μέσα από σειρά ερευνών, η θέση πως η διαδικασία εκδημοκρατισμού στο εσωτερικό μιας χώρας συνεπάγεται και «εκδημοκρατισμό» της εξωτερικής της πολιτικής.
4. Αυτό που σταθερά επιβεβαιώνεται είναι πως στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, οι κυβερνήσεις επηρεάζονται από παράγοντες που έχουν σχέση με τον εσωτερικό πολιτικό ανταγωνισμό εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, έχει εκφραστεί η άποψη ότι η κυβέρνηση Ερντογάν δεν μπορεί ενόψει των επικείμενων εκλογών το 2011, να προβεί σε υποχωρήσεις στο Κυπριακό γιατί θα έχει πολιτικό κόστος. Κι’ όμως, μια σε βάθος ανάλυση της πολιτικής κατάστασης στην Τουρκία, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η επανεκλογή Ερντογάν θα εξαρτηθεί, κυρίως, από το κατά πόσο θα καταφέρει να διατηρήσει τη στήριξη των μετριοπαθών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων της χώρας. Το δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής επιβεβαιώνει αυτή την εκτίμηση. Συνεπώς, μεγαλύτερο πολιτικό κόστος θα έχει ο Ερντογάν αν με αποφασιστικότητα αξιοποιήσουμε το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ε.Ε., διασυνδέοντας άμεσα τη λύση του Κυπριακού με τη συνέχιση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας.
5. Υπάρχουν δυο βασικές προϋποθέσεις γι’ αυτό: α) να επανατοποθετήσουμε την Τουρκία ως μέρος του προβλήματος στο Κυπριακό, και όχι ως μέρος της λύσης του, όπως η ίδια προσπαθεί να εμφανιστεί. β)Να εμπλέξουμε ουσιαστικά στις προσπάθειες για λύση την Ε.Ε. Σ’ αυτό έγκειται και η φιλοσοφία της διορατικής πρότασης, που εδώ και μήνες έχει καταθέσει ο Δημοκρατικός Συναγερμός, για διεύρυνση της υφιστάμενης διαπραγματευτικής διαδικασίας, στο πλαίσιο πάντοτε μιας συνολικότερης στρατηγικής.