του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Χρειάζεται λοιπόν να διευκρινίσουμε τα ακόλουθα:
1) Από τη μέρα που για πρώτη φορά προτάθηκε ο Κανονισμός το 2004 απαιτείτο για την έγκριση του ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο. Αυτό ακριβώς απαιτείται και σήμερα καθότι η νέα ρύθμιση περί διπλής πλειοψηφίας που προνοείται στη Συνθήκη της Λισσαβόνας θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2014. Συνεπώς, εξακολουθεί να ισχύει η ειδική πλειοψηφία όπως προβλέπει η Συνθήκη της Νίκαιας. Αυτό σημαίνει σήμερα, με 27 χώρες μέλη στην Ε.Ε., πως χρειάζονται τουλάχιστον 255 θετικές ψήφοι από 345 στο Συμβούλιο για την έγκριση του Κανονισμού(πρόκειται για σταθμισμένη ψήφο). Ένα κράτος μέλος μπορεί, επιπλέον, να ζητήσει όπως ελεγχθεί κατά πόσον οι θετικές ψήφοι αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 62% του πληθυσμού της Ένωσης. Σε περίπτωση που αυτό δεν ισχύει τότε δεν μπορεί να ληφθεί απόφαση.
2) Η ειδική πλειοψηφία δεν έχει σχέση με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας αλλά με τη νομική βάση που επιλέγηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 133 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (207 με τη νέα αρίθμηση) και που αφορά το εξωτερικό εμπόριο με τρίτες χώρες. Η νομική υπηρεσία της Επιτροπής, μέσα από νομικούς ακροβατισμούς, στήριξε την πρόταση αυτή κυρίως στο Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου 10 της Συνθήκης Προσχώρησης. Η νομική υπηρεσία του Συμβουλίου είχε εκφράσει σε πρώτο στάδιο επιφυλάξεις ως προς την εγκυρότητα της νομικής βάσης του Κανονισμού ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία απείλησε με προσφυγή στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
3) Το μόνο που ουσιαστικά αλλάζει σήμερα αφορά τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την έγκριση του Κανονισμού. Με βάση τη νέα Συνθήκη, η οποία δίνει περισσότερες αρμοδιότητες στο Ευρωκοινοβούλιο, απαιτείται η έγκριση του Κανονισμού με βάση τη διαδικασία της συναπόφασης (την αποκαλούμενη πλέον ως συνήθη νομοθετική διαδικασία). Χρειάζεται δηλαδή η έγκριση του Κανονισμού και από το Συμβούλιο και από το Ευρωκοινοβούλιο. Η νομική βάση του Κανονισμού όμως παραμένει η ίδια.
4) Το κατά πόσον ο Κανονισμός θα προωθείτο ή όχι στο Ευρωκοινοβούλιο και άρα στη συνέχεια στο Συμβούλιο δεν είναι συνεπώς τεχνικό θέμα που θα προέκυπτε ούτως ή άλλως λόγω της εφαρμογής της νέας Συνθήκης. Οι λόγοι που προωθείται εκ νέου, με βάση ασφαλώς τη νέα διαδικασία της συναπόφασης, είναι εξόχως πολιτικοί και αυτό θα έπρεπε να απασχολεί την κυβέρνηση.