Περί στρατηγικής: Ο χρόνος και τα ποιοτικά στοιχεία της λύσης

13 Μαρτίου, 2014

του Χριστόφορου Φωκαΐδη 

Δύο είναι οι βασικές μεταβλητές στην εξίσωση του Κυπριακού προβλήματος που τυγχάνουν ευρείας ανάλυσης ως βασικά συστατικά για τη διαμόρφωση στρατηγικής: ο χρόνος και τα ποιοτικά στοιχεία της λύσης.

Είναι σχεδόν αυταπόδεικτο πως όσο ο χρόνος για τη λύση αυξάνεται, τόσο υποβαθμίζονται τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά. Είναι γι’ αυτό άλλωστε, που πάγια στρατηγική της τουρκικής πλευράς ήταν η εξαγορά χρόνου προκειμένου μέσα από τη διαιώνιση του status quo να επιβάλει τη διχοτομική της πολιτική στο Κυπριακό. Από την άλλη, η ελληνοκυπριακή πλευρά επιχειρεί να ελαχιστοποιήσει το χρόνο και να μεγιστοποιήσει τα ποιοτικά στοιχεία της λύσης.

Παρά τα θετικά ψηφίσματα και τις αποφάσεις διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να μεταβάλει την τουρκική αδιαλλαξία. Μόνο το στρατηγικό πλεονέκτημα, που προσέδωσε στην ελληνοκυπριακή πλευρά το ιστορικό επίτευγμα της κυβέρνησης Κληρίδη για ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες για αλλαγή της τουρκικής στάσης. Με την ένταξη, η Κύπρος διεκδικούσε λύση που θα συνάδει με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σχετική αναφορά καταγράφεται στα Συμπεράσματα των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων ήδη από τη Σεβίλλη το 2002) και ταυτόχρονα μπορούσε να διασυνδέσει τη λύση με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.

Τον Δεκέμβριο του 2004 η Κύπρος έχασε μια μοναδική ευκαιρία να εγκλωβίσει το χρόνο για την Τουρκία, που επιθυμούσε τότε πάση θυσία έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων και να διαπραγματευτεί από πλεονεκτική θέση τα ποιοτικά στοιχεία της λύσης. Λόγω λανθασμένων χειρισμών και υπό το φόβο ότι θα ήταν αδύνατη η διαπραγμάτευση καλύτερου σχεδίου από το Σχέδιο Ανάν, η ευκαιρία αυτή αφέθηκε να διαρρεύσει, όπως αφέθηκε να διαρρεύσει και το επόμενο ορόσημο της 3ης Οκτωβρίου του 2005, όπου αποφασίστηκε το Διαπραγματευτικό Πλαίσιο.

Η Τουρκία, την ίδια στιγμή, διασφαλίζοντας – εκ του ασφαλούς- την επιλογή του Ναι, στο δημοψήφισμα του Απριλίου του 2004, κατάφερε να αποσπάσει ιδιαίτερα ευνοϊκά σχόλια στην Έκθεση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών αλλά και σχετική θετική αναφορά στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου του 2004 (επαναλαμβάνεται έκτοτε) όπου χαιρετίζεται η εποικοδομητική της στάση στο Κυπριακό και μάλιστα με τη δική μας υπογραφή (κυβέρνηση Παπαδόπουλου). Έτσι, η Τουρκία πέτυχε να αποδυναμώσει σε σημαντικό βαθμό και το στρατηγικό πλεονέκτημα που είχε επιτευχθεί με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση σ’ ότι αφορά στο ρόλο που η ίδια η Ένωση μπορεί να διαδραματίσει, σε σχέση με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της λύσης.

Απόδειξη αυτού, και το γεγονός πως σήμερα, ακόμα και το ενδεχόμενο κατάθεσης ιδεών(όχι η επιδιαιτησία) από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Κυπριακό προκαλεί όση ανησυχία προκαλούν και τα όποια χρονοδιαγράμματα για τη λύση. Εν ολίγοις, η τουρκική πλευρά κατόρθωσε στρατηγικά να ελέγξει σε μεγάλο βαθμό και τις δύο μεταβλητές. Κατάφερε ο χρόνος να πιέζει εμάς αντί αυτήν, δηλαδή το θύμα αντί το θύτη ενώ παράλληλα ο ρόλος και η εμπλοκή του διεθνούς, ακόμα και του ευρωπαϊκού παράγοντα, ως προς τη διαμόρφωση των παραμέτρων της λύσης, να φοβίζει περισσότερο εμάς παρά την Τουρκία.

Πώς, όμως, η μικρή Κύπρος, μπορεί να ισορροπήσει το δυσμενές γεωπολιτικό ισοζύγιο ισχύος έναντι της Τουρκίας, χωρίς την παρέμβαση τρίτων; Όταν μάλιστα η επικοινωνιακή -σε κάθε περίπτωση- πολιτική της περί «κυπριακής ιδιοκτησίας» λύσης προσφέρει άλλοθι σήμερα σε πολλούς προκειμένου να μην ασκήσουν την όποια πίεση στην Τουρκία.

Η πολιτική αυτή έχει ακόμα μια μεγαλύτερη αδυναμία. Στηρίζεται στην υπόθεση ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά, ακόμα και αν αφεθεί από την Τουρκία, θα κινηθεί προς την κατεύθυνση αποδοχής των δικών μας θέσεων που θα διασφαλίζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που εμείς επιζητούμε. Αν η υπόθεση αυτή, καθοδηγούμενη ενδεχομένως από μια στερεότυπη διεθνιστική λογική ή στην πρότερη συντροφική αλληλεγγύη μεταξύ ΑΚΕΛ και ΡΤΚ, δεν επαληθευτεί, τότε τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα για τη δική μας πλευρά. Γιατί αν το Κυπριακό υποβαθμιστεί σε διακοινοτικό πρόβλημα, τότε πολύ πιο εύκολα, μπορεί να αφεθεί να διαιωνίζεται η de facto κατάσταση που νομοτελειακά οδηγεί στην μόνιμη εδραίωση των τετελεσμένων της εισβολής. Ή ακόμα και στο ενδεχόμενο το Κυπριακό να κηρυχθεί ανεπίλυτο μετά από ένα νέο ναυάγιο στις διαπραγματεύσεις, με άμεση τροχοδρόμηση μιας διαδικασίας σταδιακής αναβάθμισης του ψευδοκράτους, διασυνδέοντας σε πρώτη φάση την υλοποίηση του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας με τη διεξαγωγή απευθείας εμπορίου με τα κατεχόμενα.

Γι’ αυτό το δεύτερο σενάριο μας προϊδεάζει η Έκθεση της «Ανεξάρτητης Επιτροπής» για την Τουρκία, υπό τον πρώην πρόεδρο της Φινλανδίας Μάρτι Αχτισάρι, ο οποίος, ας σημειωθεί, ως διαμεσολαβητής του ΟΗΕ στο θέμα του Κοσόβου, ήταν αυτός που εισηγήθηκε την κήρυξή του ως ανεπίλυτο πρόβλημα μετά από 14 μήνες διαπραγματεύσεων! Η Τουρκία προτιμά σαφώς το δεύτερο σενάριο, που θα διευκολύνει και την ενταξιακή της πορεία. Και στις δύο όμως περιπτώσεις εξυπηρετούνται οι μακροπρόθεσμοι στρατηγικοί της σχεδιασμοί, αφού οδηγούμαστε σε μια μορφή ταϊβανοποίησης των κατεχομένων.

Για όλους αυτούς τους λόγους, το ορόσημο του Δεκεμβρίου 2009 είναι εξαιρετικά κρίσιμο προκειμένου να αποτρέψουμε αρνητικές σε βάρος μας εξελίξεις. Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει άλλη επιλογή παρά να σταματήσει το ρολόι του χρόνου για την Τουρκία και να εμπλέξει την Ε.Ε. στις διαπραγματεύσεις. Αν η Τουρκία περάσει αλώβητη και από αυτό το γύρο συνομιλιών χωρίς λύση, τότε η δυνατότητα διεκδίκησης ποιοτικών στοιχείων από τη δική μας πλευρά θα έχει πληγεί ανεπανόρθωτα ενώ ο χρόνος θα επαυξάνει τα στρατηγικά πλεονεκτήματα για την Τουρκία.

 

https://disy.org.cy/wp-content/uploads/2023/09/logo-site-members.disy_.cy_.png
Επικοινωνία
22883000
Πινδάρου 25, Λευκωσία

Χρήση Cookies | Όροι Χρήσης Ιστοσελίδας
© 2025 ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ. All Rights Reserved.