του Χριστόφορου Φωκαΐδη
«Η κριτική θεώρηση της ιστορίας κάθε λαού θα πρέπει να ενθαρρύνεται
σε κάθε χώρα»
Η πιο πάνω πρόταση δεν προέρχεται από κανένα κείμενο της επιτροπής που έχει οριστεί από την κυβέρνηση Χριστόφια για τα αναλυτικά προγράμματα. Προέρχεται από ψήφισμα της Νεολαίας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, o ελεύθερος στοχασμός και η αναζήτηση της αλήθειας μέσα από την επιστημονική γνώση αποτελούν προαπαιτούμενα για την πρόοδο κάθε λαού. Η επιτυχής πορεία προς το μέλλον προϋποθέτει την αυτοσυνειδησία και τη συμφιλίωση με το ιστορικό παρελθόν.
Από τον καιρό του Διαφωτισμού και εντεύθεν η φιλελεύθερη πολιτική σκέψη είναι αυτή που βρέθηκε αντιμέτωπη με κάθε λογής συντηρητικές ή δογματικές προσεγγίσεις που προωθούσαν είτε την «ελέω θεού» αλήθεια του Μεσαίωνα ή την στρατευμένη επιστήμη των κομμουνιστικών καθεστώτων του 20ου αιώνα, όπου η αλήθεια δεν ήταν το ζητούμενο έρευνας αλλά το μέσο προκειμένου να υπηρετηθεί ή να επιβεβαιωθεί η νομοτέλεια της ιδεολογίας.
Η συζήτηση που αναπτύσσεται τους τελευταίους μήνες γύρω από τα ζητήματα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, των αναλυτικών προγραμμάτων και των βιβλίων της ιστορίας, έχω την αίσθηση πως κινείται δυστυχώς μεταξύ των δύο άκρων που έχω προαναφέρει. Από την μια πλευρά έχουμε μια στρατευμένη θεώρηση της παιδείας και από την άλλη μια συντηρητική αντίληψη που αρνείται δογματικά κάθε αλλαγή και φοβάται ακόμα και το διάλογο.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ακραίες προσεγγίσεις υπάρχει και μια τρίτη. Η φιλελεύθερη προσέγγιση που δεν φοβάται να δει στοχαστικά την ιστορία, που στέκεται κριτικά απέναντι στο παρελθόν αλλά και που δεν εκλαμβάνει την παιδεία ως χώρο προαγωγής ιδεολογικοπολιτικών στόχων. Σ’ αυτή την προσέγγιση πρέπει σταθερά να μείνει προσηλωμένος ο Δημοκρατικός Συναγερμός. Η μόνη πολιτική δύναμη στην Κύπρο που μπορεί σήμερα να εκφράσει αξιόπιστα τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό και την πρόοδο.
Η όλη προσπάθεια της κυβέρνησης για ανανέωση των αναλυτικών προγραμμάτων, και ιδιαίτερα στο μάθημα της ιστορίας, προσκρούει και θα συνεχίσει να προσκρούει στην έντονη αντίδραση της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας, όχι γιατί δεν είναι θεμιτή ως τέτοια αλλά λόγω του περιεχομένου και του προσανατολισμού που της έχει προσδοθεί.
Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο τα κόμματα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος όσο και αυτά του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος έχουν απαρνηθεί και την εθνικιστική αλλά και την διεθνιστική προσέγγιση της ιστορίας και αναζητούν μέσα από την σύνθεση των αντιθέσεων, τη συμφιλίωση με το ιστορικό παρελθόν.
Καταδικάζουν ως ολοκληρωτικά, και τα φασιστικά αλλά και τα κομμουνιστικά καθεστώτα του 20ου αιώνα στην Ευρώπη. Ενθαρρύνουν την πολυπολιτισμικότητα χωρίς να μειώνουν ποσώς την προσήλωση τους στην καλλιέργεια της εθνικής και θρησκευτικής τους ταυτότητας. Και βεβαίως δεν θεωρούν ότι η ιστορία γράφεται από τους πολιτικούς μέσα από τα ραδιόφωνα.
Η συμφιλίωση ανάμεσα στις δύο κοινότητες της Κύπρου δεν μπορεί να προαχθεί μέσα από μια διεθνιστική ταξική θεώρηση της ιστορίας όπου για όλα τα κακά καταγγέλλεται η δεξιά ενώ για όλα τα καλά επαινείται η αριστερά.
Δεν μπορεί για το 1963 να ρίχνουμε την ευθύνη σε εξτρεμιστικές οργανώσεις αλλά την ίδια στιγμή να αφήνουμε στο απυρόβλητο τις πολιτικές ηγεσίες της εποχής. Το θέμα δεν είναι πως θα βρούμε εξιλαστήρια θύματα για τα συλλογικά μας εγκληματικά λάθη που οδήγησαν στην καταστροφή του 74. Το θέμα είναι πως θα αναγνωρίσουμε τα λάθη μας για να μην τα επαναλάβουμε.
Αν δεν το κάνουμε αυτό, τότε πολύ φοβάμαι πως θα συμβεί αυτό που πολύ εύστοχα σημείωσε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου καθηγητής Σταύρος Ζένιος σε πρόσφατο άρθρο του: ότι δηλαδή θα ξαναγράψουμε την ιστορία επαναλαμβάνοντάς την.