του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Μόνο θλίψη και απογοήτευση μπορεί να προκαλεί η πρόσφατη δήλωση του προέδρου της Δημοκρατίας στη Χαραυγή πως «όσο κι αν πονά ορισμένους δεν θα γίνει καμιά αίτηση ούτε για ένταξη στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, ούτε στο ΝΑΤΟ».
Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πώς τελείως απρόκλητα ένας πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να χρησιμοποιεί ανάλογο πολιτικό λόγο όταν αναφέρεται σε εξόχως κρίσιμα ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Η μόνη εξήγηση είναι πως ο κ. Χριστόφιας παραμένει ιδεολογικά συνεπής σ’ αυτό που το κόμμα του για χρόνια έχει υιοθετήσει ως δόγμα και καταγράφεται στα κατά καιρούς ψηφίσματα των Διεθνών Συναντήσεων Κομμουνιστικών Κομμάτων που συμμετέχει και το ΑΚΕΛ. Ότι δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι παρά μέρος ενός καπιταλιστικού μπλοκ και πως μαζί με τις ΗΠΑ έχουν ως στόχο, χρησιμοποιώντας ως μέσο το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, «να ενισχύσουν τους μηχανισμούς ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης των λαών».
Με αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο, ανεξάρτητα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν στον δημόσιο διάλογο, ο κ. Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ προσπάθησαν πριν δυο χρόνια να περάσουν τη θέση για αναβολή στην υιοθέτηση του ευρώ. Στην πραγματικότητα ουδέποτε είχαν αποδεχθεί την ιδέα της ένταξής μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Απλώς συνειδητοποιούσαν πως πολιτικά δεν ήταν δυνατή η δημόσια προβολή της θέσης για μη ένταξη.
Ευτυχώς, η Κύπρος με τη θετική ψήφο του Δημοκρατικού Συναγερμού στη Βουλή εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ έγκαιρα και αποσόβησε του κινδύνους που θα είχε υποστεί η οικονομία μας σήμερα, λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, εάν είχαμε μείνει ακόμη στη λίρα.
Αν πάμε λίγο παλαιοτέρα, θα θυμηθούμε πως ήταν η ίδια ιδεολογική συνέπεια του ΑΚΕΛ, που με το σύνθημα « Ε.Ο.Κ. – ΝΑΤΟ το ίδιο Συνδικάτο», ανέστελλε για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τεράστιο κόστος για την εθνική μας υπόθεση, την υποβολή αίτησης για ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ο.Κ., που τότε ανήκε στον δυτικό κόσμο.
Ευτυχώς, η Κύπρος, έστω και με καθυστέρηση, κατάφερε τελικά να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση χάριν στη σώφρονα ρεαλιστική πολιτική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Κληρίδη-Σημίτη. Μια πολιτική που έκανε πράξη αυτό που τότε θεωρείτο από το ΑΚΕΛ ως αδύνατο. Με τον ίδιο τρόπο, βεβαίως, που και σήμερα θεωρείται αδύνατη η ένταξη μας στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν η ιδεολογική συνέπεια θα αποτελέσει κριτήριο για την επιλογή του νέου ηγέτη του ΑΚΕΛ, με βάση τα κριτήρια που έθεσε ο κ. Χριστόφιας. Με βάση, όμως, τα κριτήρια του ορθολογισμού, ένας πολιτικός ηγέτης δεν θέτει σε κίνδυνο το συλλογικό «εθνικό» καλό για την υπεράσπιση των ιδεολογικών του αρχών.
Δικαίωμα του προέδρου να παραμένει πιστός στις ιδεολογικές του θέσεις, ανεξάρτητα αν αυτές έχουν διαψευσθεί από την ίδια την ιστορία. Θα έπρεπε, όμως, έχοντας την ευθύνη να διαχειριστεί την εξωτερική πολιτική του κράτους, να λαμβάνει υπόψη αυτό που υπαγορεύει ο πολιτικός ρεαλισμός στις διεθνείς σχέσεις και αυτό που μας διδάσκει ο Θουκυδίδης: Πως «το δίκιο λογαριάζεται όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του, και πως όταν αυτό δεν συμβαίνει, οι δυνατοί κάνουν όσα τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύνατοι όσα τους επιβάλλει η αδυναμία τους» (Διάλογος Αθηναίων- Μηλίων, βιβλίο 5ο, κεφ.89).