του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Τα επεισόδια που πραγματοποιήθηκαν φέτος κατά τη διάρκεια των αντικατοχικών εκδηλώσεων για τη μαύρη επέτειο του ψευδοκράτους δεν μπορεί παρά να προβληματίσουν σοβαρά όλους μας. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, φαίνεται πως ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πως κοινός μας αντίπαλος είναι μόνο η κατοχή. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, δεν έχουμε ακόμα φρονηματιστεί από τα λάθη του παρελθόντος. Δεν έχουμε διδαχθεί πως ο διχασμός και η ανεύθυνη συνθηματολογία οδηγούν σε τραγικά αδιέξοδα.
Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς γιατί μια μερίδα νέων σήμερα και ιδιαίτερα μαθητών, αντί να εκφράζουν ομόθυμα την αντίδραση τους απέναντι στην κατοχή αντιπαρατίθενται βίαια μεταξύ τους και συναγωνίζονται ως προς το ποιων τα συνθήματα θα ακουστούν περισσότερο. Συνθήματα που σε ανάλογες περιπτώσεις μετατρέπονται συχνά σε ύβρεις και προπηλακισμούς σε βάρος της αντίπαλης ομάδας ακολουθώντας τη λογική του όχλου. Όσο πιο ακραίο είναι το σύνθημα της μιας ομάδας άλλο τόσο ακραίο θα είναι το σύνθημα της άλλης. Στο τέλος, είναι βέβαιο, πως η συντριπτική πλειοψηφία όσων φωνάζουν αυτά τα συνθήματα δεν τα πιστεύουν ούτε οι ίδιοι.
Μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή την κατάντια έχουμε όλοι. Γονείς, σχολείο, κόμματα, οργανώσεις νεολαίας. Δεν έχει σημασία ποιος φταίει λιγότερο και ποιος περισσότερο. Σημασία έχει πως αν δεν εργαστούμε από κοινού για να θεραπεύσουμε το πρόβλημα, θα πληρώσουμε όλοι μαζί το τίμημα. Μόνο μαζί μπορούμε να δημιουργήσουμε συνθήκες ενότητας, ομοψυχίας και αλληλοσεβασμού. Συνθήκες που να υπηρετούν την κοινή μας προσπάθεια να απαλλαγούμε από την κατοχή και να επανενώσουμε την πατρίδα μας.
Η αναπαραγωγή μιας στείρας πόλωσης στη βάση του παραδοσιακού άξονα αριστεράς – δεξιάς όχι μόνο είναι αναχρονιστική αλλά και επιζήμια. Η νέα γενιά δικαιούται ένα καλύτερο μέλλον χωρίς τους διχασμούς του παρελθόντος. Χωρίς τις πληγές που σημάδεψαν βαριά την ιστορία του τόπου. Έχουμε υποχρέωση να υπερβούμε το παρελθόν και να κοιτάξουμε μπροστά.
Η υπέρβαση αυτή δεν επιτυγχάνεται ούτε μέσα από την επιβολή της μιας άποψης πάνω στην άλλη, ούτε βεβαίως μέσα από μια ρεβανσιστική προσέγγιση αναθεωρητισμού της ιστορίας. Η καταφυγή σε ιδεολογήματα και στη στρατευμένη επιστήμη ως εργαλείου για την καλλιέργεια κουλτούρας συμφιλίωσης και επανένωσης της πατρίδας μας όχι μόνο δεν μπορεί να οικοδομήσει σε στέρεα θεμέλια την ενότητα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αλλά προκαλεί διαιρέσεις και ανάμεσα στους ίδιους τους Ελληνοκύπριους.
Η εθνική και θρησκευτική μας ταυτότητα δεν αποτελεί εμπόδιο στη συμφιλίωση και στην αποδοχή της διαφορετικότητας των Τουρκοκυπρίων, κι’ αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό απ’ όλους. Η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα, μας προσφέρει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει απ’ εδώ και πέρα να εργαστούμε, ιδιαίτερα στο χώρο της παιδείας. Θα πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουμε πως μπορούμε να είμαστε Κύπριοι πολίτες χωρίς να αρνούμαστε την ελληνική μας ταυτότητα. Δεν υπάρχει τίποτε ασυμβίβαστο στο να αισθάνεται κανείς ταυτόχρονα Κύπριος, Έλληνας και Ευρωπαίος, όπως δεν υπάρχει ασυμβίβαστο στο να αισθάνεται κανείς Βέλγος, Φλαμανδός και Ευρωπαίος, ή Ισπανός, Καταλανός και Ευρωπαίος.