του Θανάση Τσώκου
Ογδόντα έξι χρόνια έχουν περάσει από την Μικρασιατική καταστροφή και οι μνήμες εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανές για όσα φαιδρά και φοβερά διαδραματίσθηκαν τότε με πρωταγωνιστές τους νεοτούρκους του Κεμάλ Ατατούρκ και τους άτακτους Τσέτες και με την ανοχή των τότε μεγάλων δυνάμεων, δηλαδή της Αγγλίας, Ιταλίας και Γαλλίας .
Όλα ξεκίνησαν όταν στις 15 Αυγούστου 1922 και μετά από την μεγάλη Τουρκική επίθεση κατέρρευσε η Ελληνική Στρατιά και έσπασε το Ελληνικό μέτωπο. Στις 19 Αυγούστου 1922, ο Έλληνας Διοικητής της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης με επείγουσα μυστική διαταγή του ζητά από τους υπαλλήλους της διοίκησης την συσκευασία όλου του αρχειακού υλικού που κατείχαν και ετοιμότητα για εγκατάλειψη. Στις 26 Απριλίου 1922 εγκαταλείπει και ο ίδιος την Σμύρνη, ενώ μια μέρα μετά στην πόλη εισβάλλουν οι πρώτοι άτακτοι Τσέτες. Ο Ελληνικός στρατός που αποβιβάστηκε στην πόλη στις 2 Μαΐου 1919, τώρα ήταν αδύναμος και ανίσχυρος να προστατεύσει των Ελληνικό πληθυσμό από την γενοκτονία και την καταστροφή που θα ακολουθούσε. Στην συνέχεια οι Τούρκοι πυρπόλησαν την αρμενογειτονιά και η πυρκαγιά επεκτάθηκε σταδιακά σε όλη την πόλη. Τις τραγικές αυτές στιγμές απεικονίζουν ευτυχώς οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου 1922 ως αδιάψευστη ιστορική μαρτυρία.
Με διαταγή του Νουρεντίν Πασά δόθηκε προθεσμία δυο εβδομάδων για την αναχώρηση του χριστιανικού πληθυσμού από την πόλη. Όχι όμως και των ανδρών ηλικίας από 18-45 ετών. Αυτοί θα παρέμεναν αιχμάλωτοι και αρκετοί σε πορείες θανάτου θα οδηγούνταν στο εσωτερικό της χώρας για να εξαφανιστούν για πάντα. Σημαντική και χαρακτηριστική της Τουρκικής θηριωδίας είναι η αναφορά του τότε Αμερικανού πρόξενου στην Σμύρνη Τζώρτζ Χόρτον, ο οποίος αναφέρει και τα εξής: «Χιλιάδες υποφέρουν και πεθαίνουν στην Σμύρνη. Η κατάσταση των ανθρώπων αυτών ξεπερνά κάθε περιγραφή. Δεν θυμάμαι επεισόδιο στην Ιστορία παρόμοιων ανθρώπινων συμφορών. Έχοντας πίσω τους τα φλεγόμενα σπίτια τους, οι άνθρωποι αυτοί μένουν επί ώρες και ημέρες στην προκυμαία της Σμύρνης, γυναίκες, άνδρες και παιδία κραυγάζοντας και εκλιπαρώντας για να φύγουν».
Αυτοί όλοι οι Έλληνες, οι χιλιάδες Έλληνες που έπεσαν θύματα της Τουρκικής θηριωδίας το 1922, δεν «συνωστίζονταν» απλά στην προκυμαία όπως ψευδώς και ανιστόρητα αναφερόταν στο νέο βιβλίο της Ιστορίας που θα διδάσκονταν τα παιδιά μας και που δικαίως ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων σε Ελλάδα και Κύπρο.
Η Μικρασιατική καταστροφή έχει σειρά ομοιοτήτων με την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 και ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά αλλά και ως προς την τακτική που ακολούθησε ο Τουρκικός στρατός. Η Ελλάδα τότε, όπως και η Κύπρος είχαν εγκαταλειφθεί από τις δυτικές δυνάμεις στο έλεος των Τούρκων για δικούς τους λόγους. Η καταστροφική πορεία των πραγμάτων και στις δύο περιπτώσεις είχε έγκαιρα διαφανεί. Εντούτοις, οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες και το 1922 και το 1974 δεν κατόρθωσαν να την ανακόψουν ενώ μπορούσαν. Οι Τούρκοι το 1922 χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό τους άτακτους Τσέτες για τον εκφοβισμό, τις λεηλασίες και τις καταστροφές των Ελληνικών και Αρμενικών περιουσιών. Το 1974 το ρόλο αυτό έπαιξαν οι Τουρκοκύπριοι εξτρεμιστές, μέλη της Τ.Μ.Τ, τους οποίους επικαλείται συνεχώς ο Ραούφ Ντενκτάς, όποτε ερωτηθεί για τις ομαδικές εκτελέσεις Ελληνοκυπρίων αμάχων και αιχμαλώτων στρατιωτών. Προσπαθώντας να απαλλάξει από τις ευθύνες του των Τουρκικό στρατό. Ο μάχιμος ανδρικός πληθυσμός και στις δύο περιπτώσεις είχε ειδική μεταχείριση. Οι άνδρες συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν αμέσως η μεταφέρονταν στο εσωτερικό της Τουρκίας σε πορείες θανάτου.
Ο λοχίας του Ελληνικού στρατού που υπηρετούσε στο Στρατηγείο της Σμύρνης Κώστας Στούρνας, διηγείται: «Κατέβαζα την γαλανόλευκη σιγά-σιγά όπως γινόταν τακτικά κάθε δειλινό εδώ και τρία χρόνια τώρα, κι άφησα πάνω στο ψηλό κοντάρι της το συρματόσκοινο για να νομίζουν ότι και το άλλο πρωί θα υψωθεί στην θέση της». Η γαλανόλευκη όμως δεν κυμάτισε ποτέ ξανά ούτε στο στρατηγείο ούτε αλλού στην Σμύρνη. Όλα είχαν χαθεί για πάντα. Η κορύφωση του μεγαλείου του Ελληνικού αλυτρωτισμού τον Απρίλιο του 1919, ήταν η απαρχή της καταστροφής που ακολούθησε το 1922 ως αποτέλεσμα λαθών και αδυναμιών και της Ελληνικής πλευράς. Ο Γολγοθάς όμως δεν σταμάτησε για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας που διάσπαρτος σε όλη σχεδόν την Ελλάδα και με τις πληγές του ανοικτές θα έδινε για πολλές δεκαετίες ακόμη τον δικό του αγώνα για επιβίωση στα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Ν. Σμύρνη στην Θεσσαλονίκη. Σε ένα περιβάλλον με έντονη προκατάληψη και φοβικά για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες χαρακτηριστικά και αισθήματα. Όμως το ενάμιση εκατομμύριο Μικρασιατών που έφθασαν στην Ελλάδα,σε σύνολο πληθυσμού της χώρας πεντέμιση εκατομμυρίων επηρέασε θετικά τον γηγενή πληθυσμό σε όλους τους τομείς.
Δυστυχώς αυτή είναι η τραγική ιστορία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι. Χαρακτηριστικοί είναι και οι στοίχοι του λαϊκού τραγουδιού «Η Σμύρνη μάνα καίγεται, καίγεται και το βιος μας». Με αυτό τον τρόπο συμπεριφέρθηκαν οι Τούρκοι έναντι του Χριστιανικού και Αρμενικού πληθυσμού και αυτό δεν μπορεί κανένας ούτε να το παραγράψει ούτε να το αλλοιώσει γιατί αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Το μαρτυρούν όλοι αυτοί που υπέστησαν τους διωγμούς, οι ξένοι που ήταν παρόντες, τα «τεκμήρια» του εγκλήματος οι δεκάδες φωτογραφίες από την καταστροφή και οι αναφορές των ξένων Πρέσβεων. Η όποια προσπάθεια έχει σαν στόχο την παραχάραξη και αλλοίωση της σύγχρονης Ιστορίας του Ελληνισμού από τους αυτόκλητους «πεφωτισμένους σοφούς» θα μας βρει κάθετα διαφωνούντες και αντιμέτωπους. Εν πάση όμως περιπτώσει, η Τουρκική εισβολή δεν ήταν ειρηνευτική επιχείρηση κύριοι «σοφοί». Ήταν η απόδειξη της βαρβαρότητας ενός αιμοσταγούς στρατοκρατικού καθεστώτος σε βάρος μιας μικρής χώρας και του λαού της Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, μέλους του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών από την οποία δεν διέτρεχε κανένα απολύτως κίνδυνο. Ήταν ακόμη μια κλασική περίπτωση Τουρκικού ιμπεριαλισμού όπως τις τόσες άλλες στην ιστορία της χώρας αυτής.
Ο μήνας Σεπτέμβριος, είναι ο μήνας που θυμίζει τις καταστροφικότερες μέρες της Μικρασιατικής τραγωδίας. Την καταστροφή της Σμύρνης από τους Νεότουρκους το 1922. Θα πρέπει λοιπόν να καθιερωθεί στα σχολεία ο μήνας Σεπτέμβριος ως μήνας μνήμης Μικρασιατικού Ελληνισμού. Γιατί το μέλλον ανήκει σε αυτούς που διδάσκονται από το παρελθόν.