του Ιωνά Νικολάου
Προβληματισμό προκαλεί η πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ τόσο καθόσον αφορά το περιεχόμενο της, όσο και για το πώς οδηγηθήκαμε σ’ αυτή, όταν οι κυβερνώντες δηλώνουν ότι όχι μόνο δεν γνώριζαν, αλλά και ότι δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν ή να αξιολογήσουν έγκαιρα το τι θα συνέβαινε στο επί δεκαετίες προνομιακό μας χώρο, σε σχέση με τις εκπλήξεις που μας επεφύλαξαν οι δικαστές. Με την απόφαση του το ΕΔΑΔ, εκτός από την νομιμοποίηση της προσφυγής στον εισβολέα για αποζημιώσεις, προχώρησε στην αποστολή μιας σειράς πολιτικών μηνυμάτων, τα οποία ανατρέπουν τις προηγούμενες αποφάσεις και είναι πέραν από κάθε κανόνα δικαίου.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι ένας ουσιαστικός λόγος που οδήγησε σ’ αυτή την απόφαση είναι οι πολλές και επαναλαμβανόμενες προσφυγές θα λέγαμε ότι κρίσιμο παράγοντα αποτελεί και ο πολιτικός επηρεασμός του ΕΔΑΔ, μια που οι συνεχείς διευρύνσεις έχουν ανατρέψει το προηγούμενο περιβάλλον αφού πλέον συμμετέχουν 47 χώρες μέλη. Η συγκεκριμένη κρίση του ΕΔΑΔ δεν είναι άσχετη με την κατάσταση που επικρατεί στη Γραμματεία του Συμβουλίου και στη Μόνιμη Επιτροπή των Αντιπροσώπων. Είναι πολύ καλά γνωστό στην Κυβέρνηση ότι η Γραμματεία τα τελευταία χρόνια επηρεάζεται από πολιτικές που δεν είναι τόσο φιλικές στη δική μας πλευρά και στις αρχές που καθιερώθηκαν με τις αποφάσεις της 4ης Διακρατικής και της Λοϊζίδου.
Είχαμε εδώ και καιρό ενδείξεις για το προδιαγραφόμενο πολιτικό περιβάλλον και τις πολιτικές κρίσεις που επηρέασαν τις πρόσφατες αποφάσεις του ΕΔΑΔ. Ειδικότερα υποθέσεις Αρέστη και Δημάδη καταγράφονταν απόψεις που δεν βασίζονταν σε καθαρά νομικές κρίσης αλλά ήταν επηρεασμένες ή καθοδηγούμενες από πολιτικές σκέψεις ή προσεγγίσεις. Το ερώτημα που γεννάται είναι τι πράξαμε εμείς για να αναχαιτίσουμε το αρνητικά διαμορφούμενο κλίμα. Αξιολογήσαμε σωστά τους κινδύνους ή περιοριστήκαμε σε πρόχειρες και επιπόλαιες επικρίσεις; Εξετάσαμε με την απαιτούμενη προσοχή τα νέα δεδομένα, για να αξιολογήσουμε και προβλέψουμε τις ενδεχόμενες μελλοντικές δυσχέρειες, ή εγκλωβιστήκαμε σε μια νοοτροπία άπρακτης αναμονής;
Τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι αν και οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ αποτελούσαν σημαντικό νομικό και πολιτικό σημείο αναφορά για το οπλοστάσιο στην προσπάθεια εξεύρεσης αποδεκτής λύσης, εν τούτοις τα τελευταία χρόνια η διπλωματική αντιπροσωπία της Δημοκρατίας ήταν υποβαθμισμένη. Σε βαθμό μάλιστα που, όπως φαίνεται, δεν μπορούσε να αξιολογήσει την κατάσταση στο ΕΔΑΔ, τη Γραμματεία και την Μόνιμη Αντιπροσωπία, ούτε και να επηρεάσει για τη διαφύλαξη των νομικών και πολιτικών μας συμφερόντων.
Οφείλω να επισημάνω ότι η υπό αναφορά απόφαση του ΕΔΑΔ δεν είναι αποτέλεσμα νομικής σκέψης και λανθασμένα ο χειρισμός της περιορίστηκε στη Νομική Υπηρεσία και τους δικηγόρους των αιτητών. Πρόκειται για απόφαση με καθαρά πολιτικά μηνύματα και προεκτάσεις, οι οποίες σε μικρότερο βαθμό είχαν εκφραστεί και σε προηγούμενες αποφάσεις, και τις οποίες η Κυβέρνηση είχε ευθύνη και καθήκον να διαχειριστεί. Συνεπώς, πόσο σοβαρή είναι η αιτιολογία ότι η κυβέρνηση δεν γνώριζε και ούτε μπορούσε να γνωρίζει για το περιεχόμενο της απόφασης αυτής; Είναι καλά γνωστό ότι η αδράνεια δεν δικαιολογείται με την επίκληση της άγνοιας και του αιφνιδιασμού. Συνεπώς πόσο πειστική είναι η προσπάθεια τους να περάσουν το μήνυμα ότι πρόκειται για κεραυνό εν αιθρία.