του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Δεν είναι η πρώτη φορά που διαμορφώνονται εκλογικές συμμαχίες στην Κύπρο για διεκδίκηση των προεδρικών εκλογών. Αυτό που γίνεται ίσως για πρώτη φορά είναι η προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης προγραμματικής πρότασης διακυβέρνησης, η οποία είναι ανοικτή στο δημόσιο έλεγχο και κριτική. Χωρίς καμιά διάθεση υπερβολής, θεωρώ πως η προσπάθεια αυτή, που αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας διαβούλευσης, που εδώ και μήνες έχει εγκαινιάσει ο υποψήφιος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης με τους πολίτες, συνιστά ένα σημαντικό βήμα προόδου για τον πολιτικό μας πολιτισμό.
Θα ήταν αφελές βεβαίως, να υποστηρίξει κανείς ότι η αλλαγή της διαδικασίας απαλλάσσει τους φορείς της πολιτικής από συμφέροντα και σκοπιμότητες ή ότι καθιστά αυτομάτως την πολιτική πιο ηθική. Την καθιστά όμως σίγουρα περισσότερο υπόλογη στους πολίτες. Γιατί όσο περισσότερο ενδυναμώνουμε την αρχή της λογοδοσίας – μαζί με την αρχή της διαφάνειας – τόσο ενδυναμώνουμε τη δημοκρατία. Μια θεμελιώδης αρχή της δημοκρατικής διακυβέρνησης, όπως μας υποδεικνύει ο Robert Dahl, ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς στοχαστές της σύγχρονης εποχής, είναι η συσχέτιση των προτιμήσεων των πολιτών με την κυβερνητική πολιτική. Ο προγραμματικός χαρακτήρας, συνεπώς, μιας εκλογικής συμμαχίας αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία οικοδομείται η δημοκρατική νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης συνεργασίας.
Διαβουλευτικό ή συναλλακτικό πρότυπο συνεργασιών
Το ΑΚΕΛ επιχειρεί να πλήξει την αξιοπιστία αυτής της διαδικασίας, κάνοντας λόγο για μεταλλάξεις. Δεν θα επαναλάβω χιλιοειπωμένα επιχειρήματα για να αποδείξω πως «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» το ΑΚΕΛ. Δεν αποτελεί σοβαρή πολιτική επιχειρηματολογία να ισχυρίζεται κανείς ότι οι δικές του συμμαχίες γίνονται στη βάση αρχών ενώ όταν γίνονται από άλλους συνιστούν μετάλλαξη. Θέτω, λοιπόν, αμέσως το πραγματικό δίλημμα που καλείται να αξιολογήσει ο κάθε αντικειμενικά σκεπτόμενος πολίτης, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης. Μπροστά μας έχουμε δύο πρότυπα να επιλέξουμε. Από τη μια το διαβουλευτικό πρότυπο, που οδηγεί σε μια προγραμματική διακυβέρνηση με ισχυρή δημοκρατική εντολή και από την άλλη το συναλλακτικό πρότυπο, όπως το έχουμε δει να λειτουργεί πολλές φορές στο παρελθόν, μεταξύ πρώτης και δεύτερης Κυριακής των εκλογών.
Τρίτη επιλογή δεν υπάρχει από τη στιγμή που κανένα κόμμα δεν μπορεί από μόνο του, να εξασφαλίσει το 50% των ψήφων από τον πρώτο γύρο των εκλογών. Είναι γι’ αυτό που αναπόφευκτα οδηγούμαστε συνήθως σε αδιαφανείς συναλλαγές δευτέρου γύρου, στη βάση διανομής πολιτειακών θώκων, εκβιασμών και υποσχέσεων που κατά κανόνα δεν τηρούνται στη συνέχεια. Σε παλαιότερο άρθρο μου («Οι δομικές παθογένειες της πολιτικής αντιπαράθεσης», Ιούλιος 2010) υποστήριζα πως αυτό ακριβώς το δομικό πολιτικό περιβάλλον, που δημιουργεί ο συνδυασμός προεδρικού συστήματος και πολυκομματισμού, συνιστά μια από τις παθογένειες που δυσχεραίνουν τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής ζωής (βλ. σχετικές έρευνες σε χώρες Λατινικής Αμερικής με παρόμοια συστήματα).
Ισχυρή αποτελεσματική κυβέρνηση ή κυβερνήση κοινοβουλευτικής μειοψηφίας
Ας δούμε όμως πώς η ίδια η φύση του προεδρικού συστήματος καθιστά μεγαλύτερη την ανάγκη, μια κυβέρνηση εκτός από προγραμματική, να μπορεί να είναι αποτελεσματική και βιώσιμη. Σε αντίθεση, με τα κοινοβουλευτικά συστήματα, όπου η ύπαρξη πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο είναι προϋπόθεση για το σχηματισμό κυβέρνησης, στα προεδρικά αυτό δεν συνιστά συνταγματικό κώλυμα. Και εκεί όμως, όταν ο πρόεδρος δεν διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πολύ συχνά παρατηρούνται προβλήματα που έχουν να κάνουν με την πολιτική λογοδοσία αλλά και την αποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων. Το παράδειγμα της Κύπρου, όπου το ΑΚΕΛ προσπαθούσε να αποσείσει τις ευθύνες από την κυβέρνηση κάνοντας λόγο για κυβερνώσα βουλή είναι κλασσικό σύμπτωμα των προεδρικών συστημάτων. Στην προσπάθεια να αποφύγει το πολιτικό κόστος η εκτελεστική εξουσία επιρρίπτει την ευθύνη στη νομοθετική (και αντίστροφα) ενώ την ίδια ώρα η κυβερνητική αποτελεσματικότητα περιορίζεται σημαντικά και λόγω θεσμικών αδιεξόδων που προκύπτουν ως αποτέλεσμα διαφωνιών μεταξύ των δύο εξουσιών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν έρευνες, όπως αυτή των καθηγητών Alt και Lowry, των πανεπιστημίων Harvard και Michigan αντίστοιχα, στις οποίες καταδεικνύεται πώς προκύπτει συσχέτιση μεταξύ κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής μειοψηφίας και αύξησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ειδικά σε περιόδους κρίσης (βλ. σχετικά Cutler 1989, Sundquist 1988, McCubbins 1991).
Έχω την άποψη πως σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η Κύπρος έχει ανάγκη από μια ισχυρή κυβέρνηση που να μπορεί να πάρει αποφάσεις. Από μια δυναμική ηγεσία που να ενώνει την πλειοψηφία των πολιτών αλλά και των πολιτικών δυνάμεων σε μια συντεταγμένη πορεία εξόδου από την κρίση. Το δίλημμα λοιπόν που διαμορφώνεται είναι πολύ συγκεκριμένο: Μια ισχυρή προγραμματική κυβέρνηση υπό το Νίκο Αναστασιάδη ή μια κυβέρνηση κοινοβουλευτικής μειοψηφίας υπό την κηδεμονία του ΑΚΕΛ, είτε με τον κ. Μαλά ή με τον κ.Λιλλήκα.