Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΚΣΣΕ) υιοθέτησε χθες σημαντικό ψήφισμα με τίτλο ”Οι έννοιες της εθνικής κυριαρχίας και της κρατικής οντότητας, στα πλαίσια του σύγχρονου διεθνούς δικαίου, και η ανάγκη επαναπροσδιορισμού τους”, το οποίο αναφέρεται και στην Κύπρο.
Εισηγήτρια ήταν η Γερμανίδα βουλευτής Marina Schuster και το θέμα είχε οδηγηθεί ενώπιον της Επιτροπής Νομικών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πρωτοβουλία του Χρήστου Πουργουρίδη και άλλων μελών της Συνέλευσης.
Γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο, στη Συνθήκη Εγγυήσεως και στις βρετανικές βάσεις.
Με το ψήφισμα η ΚΣΣΕ, καλεί, μεταξύ άλλων, όλες τις χώρες μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να μην αναγνωρίζουν ή στηρίζουν με οποιοδήποτε τρόπο τις de facto αρχές εδαφών, που είναι αποτέλεσμα παράνομης διαίρεσης και ειδικά εκείνων που στηρίζονται πάνω σε ξένες στρατιωτικές επεμβάσεις. Τονίζει επίσης πως διενέξεις, συνεπεία τέτοιων στρατιωτικών επεμβάσεων, θα πρέπει να επιλύονται με ειρηνικά μέσα και στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Το υιοθετηθέν ψήφισμα αναφέρει επίσης, μεταξύ άλλων, πως στρατιωτικές επεμβάσεις, όπως αυτή που διενήργησε η Τουρκία στην Κύπρο το 1974, οδήγησαν σε μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν έχουν επιφέρει, όπως διετείνοντο, μόνιμη επίλυση του προβλήματος. Αναφέρεται επίσης πως διμερείς εγγυήσεις, όπως αυτές που δόθηκαν στο πλαίσιο της ανεξαρτησίας της Κύπρου, δεν απέτρεψαν διενέξεις. Τουναντίον, συνεχίζει το ψήφισμα, στην περίπτωση της Κύπρου, οι εγγυήσεις αυτές, χρησιμοποιήθηκαν ως πρόφαση για μονομερή στρατιωτική επέμβαση, κατά παράβαση του Άρθρου 2 (4) του Καταστατικού των Ηνωμένων Εθνών και των σχετικών προνοιών του διεθνούς δικαίου, που απαγορεύει τη χρήση βίας.
Αναφέρει επίσης, πως ακόμη και στην περίπτωση που το διεθνές δίκαιο θα αναγνώριζε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης εθνικών ή εθνοτικών μειονοτήτων, η Συνέλευση θεωρεί ότι αυτό δεν θα παρείχε το αυτόματο δικαίωμα σε ενέργειες που να καταλήγουν στη διαίρεση μιας χώρας.
Εξάλλου, το επεξηγηματικό μνημόνιο της έκθεσης του ψηφίσματος, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με ειδικούς εμπειρογνώμονες, δημιουργείται σοβαρή αμφιβολία κατά πόσο η Συνθήκη Εγγυήσεων μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται ως έγκυρη, λόγω της αρχής που υπαγορεύει πως η εγκυρότητα της μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση, όταν οι λόγοι εγκαθίδρυσης μιας Συνθήκης παύουν πλέον να υφίστανται ή επειδή υπήρξε σοβαρή παραβίαση από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη, όπως στην περίπτωση της Κύπρου με τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας. Το ενδεχόμενο αυτό, συνεχίζει το κείμενο, δημιουργεί παράλληλα ένα μεγάλο ερωτηματικό, σε ό,τι αφορά στη νομιμότητα της ύπαρξης των βρετανικών «κυρίαρχων στρατιωτικών βάσεων», η ύπαρξη των οποίων στηρίζεται και πάλι, όπως υπενθυμίζει η Εισηγήτρια, στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης.
Αναφέρεται επίσης πως η κυπριακή ανεξαρτησία, η οποία ήταν συνδεδεμένη με μια πεπαλαιωμένη τριμερή συμφωνία εγγυήσεων, ήταν η τελευταία πράξη τερματισμού της αποικιοκρατίας στην Ευρώπη. Το νησί, αναφέρει το κείμενο της έκθεσης, παραμένει de facto διαιρεμένο εδώ και δεκαετίες, παρά τη σχεδόν ομόφωνη μη αναγνώριση του αποσχιστικού καθεστώτος στο βορρά, το οποίο, όπως τονίζεται, εγκαθιδρύθηκε υπό τη προστασία του τουρκικού στρατού.
Το κείμενο υπενθυμίζει τα ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών σε ό,τι αφορά τη μη αναγνώριση του παράνομου καθεστώτος των κατεχομένων, καθώς επίσης και στην 4η Διακρατική προσφυγή Κύπρου ν. Τουρκίας, σε σχέση με το θέμα των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων, την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), στην υπόθεση Τιτίνας Λοϊζίδου ν. Τουρκίας, αλλά και σε άλλες αποφάσεις του ΕΔΑΔ, που αφορούν στα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων εκτοπισθέντων στις περιουσίες τους.
Τονίζεται πως η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας εκπροσωπεί διεθνώς ολόκληρη την επικράτεια της Κύπρου και είναι για το λόγο αυτό που εντάχθηκε μεν ολόκληρη η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, αλλά το κοινοτικό κεκτημένο έχει ανασταλεί προσωρινά στο βόρειο τμήμα της χώρας, όπως προνοείται από το Πρωτόκολλο 10. Επισημαίνεται πως η άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ είναι η μοναδική χώρα που αναγνωρίζει την ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου», αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.
Αν και οι πιο πάνω αναφορές προκάλεσαν την οργίλη αντίδραση, στη συζήτηση που ακολούθησε, τόσο μελών της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Συνέλευση, όσο και του εκπροσώπου της τουρκοκυπριακής κοινότητας στη ΚΣΣΕ, οι οποίοι ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, πως οι εν λόγω αναφορές είναι παραπλανητικές, κατά την έκφρασή τους, εκφράζοντας τις πάγιες τούρκικες θέσεις σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, η εισηγήτρια της έκθεσης, απαντώντας, απέρριψε κατηγορηματικά τους πιο πάνω ισχυρισμούς, παραπέμποντας τους, μεταξύ άλλων, στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τη Κύπρο.
Επίσης, ο κ. Πουργουρίδης, μιλώντας ως πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Συνέλευσης, αφού συνεχάρη την Εισηγήτρια για την εξαίρετη και πολύ σημαντική, όπως ανέφερε, έκθεσή της απέρριψε κατηγορηματικά, μεταξύ άλλων, τις επικρίσεις που εκφράστηκαν από μέλη της Συνέλευσης, και κάλεσε όλους όπως υπερψηφίσουν αυτή τη τόσο σημαντική και ισορροπημένη έκθεση, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Δήλωση Ελένης Θεοχάρους
Η Ευρωβουλευτής του Δημοκρατικού Συναγερμού Ελένη Θεοχάρους σε γραπτή δήλωση της αναφέρει ότι η έκθεση και το ψήφισμα της ΚΣΣΕ για την εθνική κυριαρχία αποτελούν ”όπλα στη φαρέτρα μας και απαλλαγή από τη Συνθήκη Εγγύησης και τις Βάσεις”.
Η κ. Θεοχάρους αναφέρει ότι είναι ευκαιρία ”ώστε η Κύπρος να προχωρήσει στην ολοκληρωτική άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και στην τεκμηριωμένη πολιτικά και νομικά διεκδίκηση της απαλλαγής της από τις ξένες εγγυήσεις και τις Βρετανικές Βάσεις”.
”Έχουμε στα χέρια μας ακόμη ένα πολιτικό και νομικό εργαλείο για την απαλλαγή της Κύπρου και από τις Βρετανικές Βάσεις και από τη Συνθήκη Εγγύησης, με σκοπό την ενίσχυση και ολοκλήρωση της κρατικής μας κυριαρχίας”, αναφέρει η κ. Θεοχάρους και καταλήγει λέγοντας ότι ”το ψήφισμα πρέπει να γίνει ενεργό όπλο στη φαρέτρα μας και δεν πρέπει να εξουδετερωθεί, όπως τόσα άλλα, στο βωμό συμβιβασμών που δεν οδηγούν σε λύση αλλά σε συνθηκολόγηση”.