του Τάσου Μητσόπουλου
Αρκετές κοινότητες της Ορεινής Λάρνακας επλήγησαν πρόσφατα από ακραία καιρικά φαινόμενα που είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό τους τις έντονες βροχοπτώσεις και την πρωτοφανούς έντασης και διάρκειας χαλαζοθύελλα. Οι κοινότητες της Βαβατσινιάς, της Οδού, των Αγίων Βαβατσινιάς, της Μελίνης βρέθηκαν κυριολεκτικά στο «μάτι του κυκλώνα». Δεν είναι μόνο η ολοκληρωτική καταστροφή των καλλιεργειών που έχει οδηγήσει σε απόγνωση του αγρότες μας αλλά και η καταστροφή σημαντικών υποδομών όπως είναι τα γεωργικά μηχανήματα, τα υποστατικά, τα θερμοκήπια, οι δόμες, οι αγροτικοί δρόμοι, οι αναβαθμίδες και όλα αυτά που συγκροτούσαν τον αγροτικό – παραγωγικό ιστό των κοινοτήτων της Ορεινής Λάρνακας.
Η θεομηνία αυτή δεν είναι δυστυχώς η μοναδική που έχει πλήξει την συγκεκριμένη περιοχή. Τα τελευταία χρόνια είχαμε μεγάλης έκτασης δασικές πυρκαγιές στις περιοχές της Οράς, της Λάγιας, της Βάβλας, του Κάτω Δρυ, των Αγίων Βαβατσινιάς και της Βαβατσινιάς που έχουν αποψιλώσει τα πανέμορφο δασικό τοπίο της περιοχής και έχουν προκαλέσει ποικιλόμορφα προβλήματα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά οι κάτοικοι των ορεινών μας κοινοτήτων έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τη μανία των φυσικών φαινομένων αλλά και την αδιαφορία της οργανωμένης Πολιτείας. Φέτος καταγράφηκε δυστυχώς το κλείσιμο των δύο από τα τρία δημοτικά σχολεία που λειτουργούν στην περιοχή – το δημοτικό των Αγίων Βαβατσινιάς και το δημοτικού της Οδού – λόγω μείωσης του αριθμού των μαθητών, το κλείσιμο του δημόσιου νηπιαγωγείου της Οράς και η μείωση του αριθμού των δασκάλων που καλύπτουν τις εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών της Ορεινής. Επιπροσθέτως το πιο σημαντικό πλήγμα επέφερε η απόφαση της κυβέρνησης για τη μη κατασκευή σύγχρονου περιφερειακού δημοτικού σχολείου που θα κάλυπτε τις ανάγκες της ευρύτερης περιοχής. Μια απόφαση που είχε ληφθεί πριν αρκετά χρόνια.
Αυτές είναι διαπιστώσεις και σκληρές πραγματικότητες. Το δίλημμα νομίζω, είναι σαφές και ξεκάθαρο. Ή θα αφήσουμε τις κοινότητες της Ορεινής Λάρνακας και τις υπόλοιπες κατ’ επέκταση ορεινές κοινότητες της Κύπρου να φθίνουν δημογραφικά, οικονομικά, εκπαιδευτικά και πολιτισμικά ή θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις αναστροφής αυτής της αρνητικής πορείας. Η ευθύνη πρωτίστως βαραίνει την Πολιτεία.
Προσωπικά πιστεύω έντονα και το διακηρύσσω με κάθε ευκαιρία εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, ότι για να αντιμετωπιστεί μεθοδικά, οργανωμένα και επιστημονικά το πρόβλημα της εγκατάλειψης της Ορεινής Λάρνακας, για να τεθεί φραγμός στην ερήμωση των γραφικών και πανέμορφων χωριών μας που σταδιακά μετατρέπονται σε ανοιχτά γηροκομεία, χρειάζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική πρόταση ανάπτυξης. Χρειάζεται ένα σχέδιο ανασυγκρότησης ικανό να δημιουργήσει νέες υποδομές, να ανασυνθέσει τον φθίνοντα σήμερα οικονομικό και κοινωνικό ιστό, να επιστρατεύσει παραγωγικές δυνάμεις, να δώσει γενναία κίνητρα μακριά από λογιστικούς μικροϋπολογισμούς, να αξιολογήσει τις υπάρχουσες δυνατότητες και να δημιουργήσει νέες. Και ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί παρά να είναι το προϊόν συλλογικής, επιστημονικής δουλειάς που θα αξιοποιεί γνώσεις και εμπειρίες από την Κύπρο και το εξωτερικό. Που θα κινητοποιεί πολύτιμους ευρωπαϊκούς πόρους που παραμένουν ανενεργοί και ανεκμετάλλευτοι.
Αυτή είναι η μόνη επιλογή ανάκαμψης που έχουμε μπροστά μας. Μακριά από τη μίζερη λογική της διαχείρισης και των ευτελών αποζημιώσεων, μακριά από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και οικονομικίστικες λογικές που επιβάλλουν περικοπές και εκπτώσεις, χρειάζεται πολιτική βούληση, χρειάζεται όραμα και τόλμη για γενναίες αποφάσεις. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να κρατήσουμε ζωντανή την ελπίδα για τις κοινότητες της Ορεινής Λάρνακας και κατ’ επέκταση για όλες τις ορεινές κοινότητες της πατρίδας μας.