του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Για άλλη μια φορά αρκεστήκαμε σε ευχολόγια ή σε έκφραση ανησυχιών έως αν το αποτέλεσμα των εκλογών να αποτελούσε καταλύτη εξελίξεων στο Κυπριακό. Πιθανώς να ήταν κάτι που θα υποβοηθούσε τον Ερντογάν να κινηθεί με μεγαλύτερη άνεση έναντι των πολιτικών του αντιπάλων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ποσώς πως θα προχωρούσε στις όποιες υποχωρήσεις στο Κυπριακό χωρίς ανταλλάγματα. Και το μόνο ουσιαστικό αντάλλαγμα που μπορεί να πάρει η Τουρκία σήμερα αφορά την ίδια την ενταξιακή της πορεία.
Η πορεία εκδυτικισμού-εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας συνιστά από την εποχή του Κεμάλ Ατατούρκ εθνικό στόχο στον οποίο συγκλίνουν σήμερα τόσο η στρατογραφιοκρατία όσο και το ισλαμικό κίνημα όπως εκφράζεται από το κόμμα του Ερντογάν. Συνεπώς, αυτό που για μας έχει σημασία στην παρούσα συγκυρία είναι πώς δημιουργούμε τις προϋποθέσεις έτσι που ο εθνικός αυτός στόχος της Τουρκίας να διασυνδεθεί με την ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού.
Ενόψει της επικείμενης αξιολόγησης της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας τον ερχόμενο Δεκέμβριο πρέπει να θέσουμε επιτακτικά στους εταίρους μας την ανάγκη για ένα νέο Οδικό Χάρτη. Έναν Οδικό Χάρτη που θα πρέπει να διασυνδεθεί με συγκεκριμένα βήματα της Τουρκίας στο Κυπριακό.
Για να το πετύχουμε αυτό χρειάζεται άμεση κινητοποίηση σε όλα τα επίπεδα στον χώρο της Ευρώπης. Δεν αρκούν οι επισκέψεις και οι φιλοφρονήσεις με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Χρειάζεται να εμπλέξουμε τις κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών της Ευρώπης, της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και άλλων που μπορούν να ασκήσουν πίεση στην Τουρκία.
Θα πρέπει χωρίς καθυστέρηση να εργαστούμε για ένα νέο μομέντουμ τον Δεκέμβριο, στο οποίο θα δημιουργείται σύγκλιση συμφερόντων τόσο του αγγλοαμερικανικού όσο και του γαλλογερμανικού άξονα σε σχέση με το μέλλον
της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό είναι, βεβαίως, άμεσα συνυφασμένο και με το μέλλον της ίδιας της Ένωσης.
Κάποιοι ίσως να θεωρούν πως είναι αδύνατον να πετύχουμε έναν τέτοιο στόχο. Κι όμως, επί διακυβέρνησης Κληρίδη, όταν η Κύπρος δεν συμμετείχε στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε., με την υποστήριξη της Ελλάδας, πετύχαμε εξίσου δύσκολους ή και δυσκολότερους στόχους.
Το 1995, όταν η Τουρκία διεκδικούσε την έγκριση της Τελωνειακής της Ένωσης με την Ε.Ε., πετύχαμε τη δέσμευση για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Κύπρου, έξι μήνες μετά τη λήξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης που τότε βρισκόταν σε εξέλιξη.
Το 1999, όταν η Τουρκία διεκδικούσε το καθεστώς του υποψήφιου προς ένταξη κράτους, πετύχαμε τη δέσμευση ότι η λύση του Κυπριακού δεν θα ήταν προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τελικά το 2002 στην Κοπεγχάγη, πετύχαμε αυτό που για πολλούς θεωρείτο ακατόρθωτο, την ένταξη μας στην μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια.
Θεωρώ, λοιπόν πως και σήμερα, αν εργαστούμε χωρίς ιδεολογικές αναστολές, με σχέδιο και πρόγραμμα και σε στενή και άμεση συνεννόηση με την Ελλάδα, μπορούμε ξανά να δημιουργήσουμε συνθήκες πίεσης προς την Τουρκία. Βεβαίως, για να είναι ρεαλιστικά εφικτό αυτό το σενάριο, θα πρέπει να συνοδεύεται από ανταλλάγματα εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την προώθηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας.
Μόνο έτσι μπορεί να δημιουργήσουμε συνθήκες προκειμένου η Τουρκία να ενδιαφερθεί πραγματικά για το Κυπριακό. Μόνο έτσι μπορεί η Τουρκική κυβέρνηση να πιεστεί ώστε να προβεί σε παραχωρήσεις που θα επιτρέπουν την επίτευξη συμφωνίας για λύση.