του Νίκου Τορναρίτη
Η πολιτική ανάμιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μια καθοριστική παράμετρος στη νέα προσπάθεια για την επίλυση του Κυπριακού. Δε φτάνει όμως να το λέμε, χρειάζεται να δουλέψουμε αποφασιστικά για να γίνει πράξη. Δεκαετίες προηγούμενων διαπραγματεύσεων έδειξαν ότι η εξεύρεση συγκλίσεων πάνω στα πιο ακανθώδη ζητήματα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μόνο τα εργαλεία που προσφέρονται στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο μπορούν να αλλάξουν τους ρυθμούς της διαπραγμάτευσης και να σπάσουν το φαύλο κύκλο της ακινησίας.
H πρόθεση του Χ. Μ. Μπαρόζο να συγκροτήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια ομάδα που θα ασχοληθεί πιο εξειδικευμένα με το Κυπριακό, είναι ένα βήμα προς τα εμπρός. Προσφέρει την ευκαιρία να δούμε πιο άμεσα και να εισηγηθούμε κατά συγκεκριμένο τρόπο τι ακριβώς επιδιώκουμε. Το ερώτημα πότε είναι ο κατάλληλος χρόνος για να υπάρξει ευρωπαϊκή ανάμιξη και παρουσία στις διαπραγματεύσεις έχει από καιρό απαντηθεί από την Ε/κ πλευρά. Η ίδια η ένταξη πριν από 4 χρόνια ήταν το εργαλείο για να δουλέψουμε για την επίλυση του Κυπριακού και δυστυχώς αφέθηκε να αδρανήσει. Ταυτόχρονα το χρονοδιάγραμμα για την αξιολόγηση της Τουρκίας το 2009 τρέχει. Η πρόθεση του προέδρου Μπαρόζο για να μετουσιωθεί σε πράξη, θα πρέπει να συνδυαστεί με την εντατικοποίηση της διαβούλευσης της κυπριακής κυβέρνησης με τις μεγάλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την ταχεία συζήτηση στα θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Η ΕΕ αναγνωρίζει ότι η επίλυση του Κυπριακού αποβαίνει προς το συμφέρον των δύο κοινοτήτων αλλά και της Ενωμένης Ευρώπης ως σύνολο. Αυτό το ισχυρό πλαίσιο προθέσεων δεν μπορεί παρά να αποκτήσει επιτέλους συγκεκριμένο αντίκρισμα στις συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Η ΕΕ διαθέτει τις κοινές πολιτικές και δράσεις για να ξεπεραστούν αγκυλώσεις και αναχρονισμοί του προβλήματος. Για να μετουσιωθούν στην πράξη, όμως, η κυπριακή κυβέρνηση χρειάζεται να έχει την πρωτοβουλία να καταθέσει εισηγήσεις, να αναλάβει επιπρόσθετες ευθύνες και να αποσπάσει δεσμεύσεις υποστήριξης από τους Ευρωπαίους συνομιλητές της.
Οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, σε κάθε στάδιό τους, αφορούν την ΕΕ. Υπάρχει η διάσταση της αυτονόητης τεχνοκρατικής υποστήριξης, υπάρχει όμως και η κατεξοχήν πολιτική διάσταση σε ένα διεθνές πρόβλημα κατοχής. Άποψή μου είναι ότι ορισμένοι από τους πιο βασικούς άξονες της ανάμιξης της ΕΕ διαθέτουν ισχυρό πολιτικό περιεχόμενο γιατί σχετίζονται με τα ζητήματα της ασφάλειας και της σταθερότητας, την εφαρμογή της λύσης, την οικονομική βιοσιμότητα και τον παραμερισμό βαθιά εμπεδωμένων συγκρουσιακών αντιλήψεων και νοοτροπιών.
Η Κύπρος έχει ενταχθεί νομικά με όλη την επικράτειά της στην ΕΕ και η δύναμη που εξακολουθεί να κατέχει ένα μεγάλο μέρος της πατρίδας μας, η Τουρκία, διατηρεί στενούς δεσμούς και προσβλέπει να καταστεί πλήρες μέλος της Ένωσης. Αυτό το γεγονός με σύγχρονους πολιτικούς και οικονομικούς όρους, καθιστά την ΕΕ ικανή να ασκήσει ένα πλήρη ρόλο στο Κυπριακό, ως εγγυήτρια της ειρήνης, της ασφάλειας και της ευημερίας του νησιού.