του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Πέρα από τις διακηρύξεις και τη φραστική καταδίκη των όσων τραγικών παρακολουθούμε τις μέρες αυτές στη Λωρίδα της Γάζας, θα ανέμενε κανείς πως η Κύπρος, ως χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που γειτνιάζει περισσότερο με την περιοχή, θα διεκδικούσε να διαδραματίσει ένα πιο ενεργό ρόλο, αξιοποιώντας και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, προς την κατεύθυνση του τερματισμού των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Ισραήλ αλλά και της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας στο δοκιμαζόμενο λαό της Παλαιστίνης. Αντί αυτού πληροφορούμαστε ότι ο Υπουργός των Εξωτερικών της κυβέρνησης βρίσκεται στη Βενεζουέλα όπου επέδωσε προσωπικό μήνυμα του προέδρου Χριστόφια στον Ούγκο Τσάβες!
Με ανοιχτό το πολιτικό μας πρόβλημα, είναι κατανοητό, βεβαίως, πως οι δυνατότητες διπλωματικών πρωτοβουλιών περιορίζονται. Ωστόσο, ακόμα και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η Κύπρος μπορεί και οφείλει να διεκδικεί το ρόλο που η γεωγραφική της θέση και οι παραδοσιακά καλές της σχέσεις με όλα τα κράτη της περιοχής της επιτρέπουν.
Μπορεί η προσπάθεια της κυβέρνησης αυτή την περίοδο να είναι στραμμένη στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό και αυτό είναι λογικό και αναμενόμενο. Αναμενόμενη και θεμιτή είναι και η προσπάθεια να καλλιεργηθεί θετικό κλίμα μέσα από κοινές πρωτοβουλίες με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η εξωτερική πολιτική, όμως, ενός κράτους ούτε περιστέλλεται, ούτε μπορεί να υποκαθίσταται με δηλώσεις συντροφικής αλληλεγγύης των ηγετών των δύο κοινοτήτων.
Θα πρέπει επιτέλους να κατανοήσουμε πλήρως πως η ενεργός συμμετοχή και η ενασχόλησή μας με ζητήματα πέραν αυτού που αφορά εμάς τους ίδιους, μας προσδίδει κύρος και αξιοπιστία και αναβαθμίζει τις δυνατότητές μας να ζητήσουμε την αλληλεγγύη των εταίρων μας όταν τα δικά μας συμφέροντα διακυβεύονται.
Εύκολα θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει το κατά πόσο μια μικρή χώρα, όπως η Κύπρος, μπορεί να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο στην επίλυση προβλημάτων στην γειτονιά της. Η διεθνής εμπειρία, εντούτοις, καταδεικνύει πως πολλές φορές μεγάλες χώρες, με ισχυρά συμφέροντα σε ένα περιφερειακό ζήτημα, δεν μπορούν να θεωρηθούν από τα εμπλεκόμενα μέρη ως έντιμοι διαμεσολαβητές. Αντίθετα, κάτω από προϋποθέσεις, μικρότερες χώρες μπορούν να επιτύχουν καλύτερα αποτελέσματα σ’ ότι αφορά στην επίλυση συγκρούσεων. Πολύ περισσότερο μπορούν να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον ανθρωπιστικό τομέα συντονίζοντας αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας και παρέχοντας μέσα και υποδομές.
Η Κύπρος, στο πλαίσιο που η συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση της επιτρέπει, μπορεί να διεκδικήσει ένα τέτοιο ρόλο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Διαφορετικά πως στην πράξη υπηρετούμε τον στόχο που συχνά-πυκνά επαναλαμβάνουμε ότι η Κύπρος μπορεί να αποτελέσει γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής;
Η επίλυση του Κυπριακού θα μας προσφέρει σίγουρα εξαιρετικά μεγαλύτερες δυνατότητες να κάνουμε πράξη αυτό το στόχο. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα έπρεπε ήδη να εργαζόμαστε συστηματικά προς αυτή την κατεύθυνση. Ενισχύοντας τις σχέσεις μας με όλα τα κράτη της περιοχής και δημιουργώντας υποδομές και διπλωματικά εργαλεία που θα καθιστούν αυτό το στόχο υλοποιήσιμο. Η λειτουργία του Παρατηρητηρίου Μέσης Ανατολής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, η ευθύνη της λειτουργίας του οποίου έχει ανατεθεί στον Δημοκρατικό Συναγερμό, αποτελεί ένα ιδιαίτερα αξιόλογο παράδειγμα του πως η Κύπρος μπορεί να αξιοποιήσει τη γεωστρατηγική της θέση.
Απαραίτητη προϋπόθεση, τέλος, για να μπορέσει η Κύπρος να διαδραματίσει ρόλο γέφυρας μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, είναι η διπλωματική αμεροληψία της έναντι των αντιμαχόμενων μερών στην περιοχή. Αυτό δεν σημαίνει ρόλο επιτηδείου ουδέτερου. Σημαίνει όμως στάση ευθύνης, βασισμένη σε αρχές και όχι ιδεολογικές παρορμήσεις. Στάση που θα καθοδηγείται από την ανάγκη να επικρατήσει ειρήνη και σταθερότητα και όχι από την συναισθηματική φόρτιση που δικαιολογημένα αισθανόμαστε όντας και εμείς θύματα της υποκρισίας της διεθνούς κοινότητας.
Ένα είναι πάντως βέβαιο και αυτό πρέπει να είναι μάθημα για όλους, ιδιαίτερα μετά την κρίση στη Γάζα: Πως και σήμερα τα συμφέροντα υπερισχύουν του δικαίου στις διεθνείς σχέσεις. Σήμερα, ωστόσο, η νίκη στο πεδίο των στρατιωτικών μαχών δεν διασφαλίζει τη νίκη στο διπλωματικό πεδίο. Δεν βρισκόμαστε ούτε στην εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ακόμα και η χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον αμάχων ετύγχανε νομιμοποίησης, αλλά ούτε και στην εποχή των αντιαποικιακών κινημάτων. Η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής στον 21ο αιώνα δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται ανεχτή από κανένα και για κανένα λόγο.