του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Η ανάδειξη του Έρογλου ως νέου ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας συνιστά χωρίς αμφιβολία μια άκρως αρνητική εξέλιξη που πλήττει καίρια τη στρατηγική της ελληνοκυπριακής πλευράς, όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία δύο χρόνια από τον πρόεδρο Χριστόφια. Μια στρατηγική που βασίστηκε κατά κύριο λόγο στο δόγμα της κυπριακής ιδιοκτησίας λύσης.
Είχαμε και στο παρελθόν επισημάνει πως ενώ το δόγμα αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει σε ένα βαθμό αποτρεπτικά ως προς την παρέμβαση τρίτων για άσκηση πιέσεων προς τη δική μας πλευρά, την ίδια στιγμή δημιουργούσε τις προϋποθέσεις απεμπλοκής της Τουρκίας από το Κυπριακό και αποενοχοποίησής της στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Φτάσαμε σήμερα στο σημείο να προσδοκούμε σε παρέμβαση Ερντογάν προς τον Έρογλου, προκειμένου να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις για λύση του Κυπριακού στην ίδια βάση που είχε συμφωνηθεί με τον Ταλάτ.
Είναι προφανές πως στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι η κυπριακή καταγωγή του Έρογλου που μπορεί να αποτελέσει υποβοηθητικό στοιχείο για θετική εξέλιξη των διαπραγματεύσεων αλλά μάλλον τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας, που σχετίζονται πρώτα και πάνω απ’ όλα με την συνέχιση της ενταξιακής της πορείας. Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγει σήμερα και η ίδια η κυβέρνηση. Το ερώτημα, βεβαίως, είναι γιατί δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα αυτόν τον κίνδυνο όταν επένδυε όλο της το πολιτικό κεφάλαιο στο δόγμα της κυπριακής ιδιοκτησίας λύσης. Όταν δημόσια ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δήλωνε σε ξένα ΜΜΕ πως αν αυτός και ο Ταλάτ δεν μπορούν να λύσουν το Κυπριακό, τότε το πρόβλημα ουσιαστικά δεν μπορεί να λυθεί.
Προσωπικά δεν διανοούμαι καν πως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε ως κρυφή ατζέντα την «εκλογή» Έρογλου για να βρει άλλοθι για τη μη λύση του Κυπριακού, όπως έχει ισχυριστεί περίπου ο πρόεδρος του Τουρκοκυπριακού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Φερντί Σογιέρ. Θεωρώ, όμως, πως έκανε αναμφίβολα ένα μοιραίο σφάλμα στρατηγικής εκτίμησης, ότι δηλαδή η Τουρκία του Ερντογάν θα έκανε το παν για επανεκλογή Ταλάτ. Ο Ερντογάν είχε την πολυτέλεια να «παίξει» και με τον Ταλάτ και με τον Έρογλου. Δεν είχε όμως την πολυτέλεια να βρεθεί με την μεριά του χαμένου σε μια εκλογική αναμέτρηση, την οποία δεν μπορούσε -όσο εύκολα εμείς τουλάχιστον θεωρούσαμε- να ελέγξει, μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα της προεκλογικής εκστρατείας και χωρίς να αναλάβει σοβαρό πολιτικό κόστος.
Αυτό που σίγουρα μπορεί να ελέγξει η κυβέρνηση Ερντογάν και αυτό που θα διασφαλίσει πάση θυσία, είναι πως δεν θα χρεωθεί η τουρκική πλευρά το κόστος ενός ενδεχόμενου ναυαγίου στις συνομιλίες. Μάλιστα, όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, η Τουρκία θα παρουσιάζεται πλέον όχι ως μέρος του προβλήματος αλλά ως μέρος της λύσης του προβλήματος. Αξιοποιώντας προς όφελος της τη λογική της «κυπριακής ιδιοκτησίας λύσης», η Τουρκία θα επιχειρήσει ακόμα πιο έντονα το επόμενο διάστημα να προβάλει το προφίλ ενός εποικοδομητικού τρίτου μέρους στις διαπραγματεύσεις, το οποίο ενθαρρύνει, προτρέπει για σύντομη λύση και εάν είναι ανάγκη παρεμβαίνει για να αποτρέψει ένα νέο αδιέξοδο. Η ευθύνη όμως θα ισχυρίζεται – αυτό άλλωστε προτάσσει και η ελληνοκυπριακή πλευρά- ανήκει στις δυο κοινότητες.
Το νέο αυτό προφίλ της Τουρκίας ενισχύεται ακόμα περισσότερο μέσα και από την ιστορικά σημαντική απόφαση για εμβάθυνση των διμερών σχέσεων με την Ελλάδα, με τη θέσπιση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, που προνοεί μεταξύ άλλων για τη διεξαγωγή κοινών υπουργικών συμβουλίων μεταξύ των δύο χωρών. Στο επόμενο διάστημα η Τουρκία μπορεί να μας ξαφνιάσει ακόμα και με μια θεαματική κίνηση απόσυρσης αριθμού στρατευμάτων για να ενισχύσει ακόμα περισσότερο την εικόνα απεμπλοκής της από το κυπριακό πρόβλημα.
Η παγίωση των τετελεσμένων της κατοχής, η αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού και η εμπέδωση της διχοτόμησης τόσο επί του εδάφους όσο και στα μυαλά των ανθρώπων, επιτρέπει στην Τουρκία σήμερα να κινείται στη λογική Νταβούτογλου περί στρατηγικού ελέγχου χωρίς τη χρήση βίας.
Εάν μάλιστα, η Τουρκία παραμείνει θετική στην πρόταση για εμπλοκή και της ίδιας στις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις, μέσω τετραμερούς, πενταμερούς ή πολυμερούς διάσκεψης ενώ εμείς την απορρίπτουμε χωρίς να προτείνουμε οτιδήποτε, διερωτώμαι πραγματικά με ποια επιχειρήματα μπορεί να απευθυνόμαστε στην διεθνή κοινότητα προκειμένου να ζητήσουμε στήριξη και με ποια αξιοπιστία θα αναχαιτίσουμε τα εναλλακτικά σενάρια που προδιαγράφονται, σε περίπτωση ενός διαφαινόμενου αδιεξόδου στις συνομιλίες.