Η πρόβλεψη του Rice και η ακροβασία του ΑΚΕΛ

12 Μαρτίου, 2014

του Χριστόφορου Φωκαΐδη 

Σε άρθρο του το 1973, στο American Journal of Political Science, ο G. W. Rice εκτιμούσε ότι οι πιθανότητες κάποιο κομμουνιστικό κόμμα να ανέλθει στην εξουσία, δια της κοινοβουλευτικής οδού, ήταν απειροελάχιστες. Υπεδείκνυε, ωστόσο, δύο χώρες στην Ευρώπη όπου υπήρχαν κάποιες πιθανότητες η γενικότερη πρόβλεψη να ανατραπεί, την Κύπρο και την Ιταλία. Ο Rice επιβεβαιώθηκε κατά 50%. Το Ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα δεν άντεξε στην κρίση του 89-90 και ακολούθησε το δρόμο της εκλογικής συρρίκνωσης. Το ΑΚΕΛ, ωστόσο, όχι μόνο κατάφερε να περάσει αλώβητο από τη σεισμική δόνηση που προκάλεσε σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού αλλά, 35 χρόνια μετά την πρόβλεψη του Rice, κατάφερε να εκλέξει τον ηγέτη του στην Προεδρία. Η «ιδιαιτερότητα» αυτή του ΑΚΕΛ, έχει προκαλέσει τα τελευταία χρόνια την προσοχή ερευνητών τόσο από την Κύπρο, όσο και από το εξωτερικό (βλ. R. Dunphy, Τ. Bale, Α. Έλληνας, Γ. Κατσουρίδης, Γ. Χαραλάμπους).

Αν και η ενασχόληση μου με το θέμα ελαύνεται από ερευνητικό ενδιαφέρον, θεωρώ πως η ανάλυση αυτής ακριβώς της «ιδιαιτερότητας» αποκτά σήμερα και δημόσιο ενδιαφέρον, καθώς μπορεί να μας προσφέρει ένα επεξηγηματικό πλαίσιο για την κατανόηση των παλινδρομήσεων και των αντιφάσεων της κυβέρνησης του ΑΚΕΛ, σε σχέση με τον όλο χειρισμό του ζητήματος της Τρόικα. Οποιαδήποτε ολοκληρωμένη ανάλυση δεν μπορεί, βεβαίως, παρά να λάβει υπόψη διάφορες παραμέτρους όπως το Κυπριακό, το ιστορικό πλαίσιο ανάπτυξης του κόμματος, την οργανωτική δομή και την ιδεολογία. Εδώ, θα περιοριστώ συνοπτικά μόνο στην αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο τελευταίων.

Είναι αλήθεια πως το ΑΚΕΛ από ιδρύσεως του υιοθέτησε μια πραγματιστική προσέγγιση σ’ ότι αφορά την πολιτική του στα διάφορα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι θέσεις του ελάχιστα διαφέρουν από αρκετά σοσιαλιστικά κόμματα. Αν είναι έτσι, όμως, τι το εμποδίζει από του να εγκαταλείψει τον Μαρξισμό-Λενινισμό; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να αναζητηθεί στους ιδεολογικούς μηχανισμούς νομιμοποίησης της οργανωτικής δομής και εσωτερικής πολιτικής λειτουργίας του ΑΚΕΛ, βασικό συστατικό των οποίων αποτελεί ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός». Είναι η συνέπεια και η προσήλωση σε αυτή την ιδεολογική αρχή και εν γένει η Μαρξιστική/Λενινιστική του ταυτότητα, που εγγυάται την οργανωτική συνοχή και συνέχεια του κόμματος. Το ΑΚΕΛ μπορεί να εκφράζει κεντροαριστερές θέσεις ακόμα και να στηρίζει κεντρώους και δεξιούς υποψήφιους, επειδή ακριβώς αυτή η ιδεολογικοπολιτική του ταυτότητα, του επιτρέπει να αναπαράγει τη δύναμη του ως εκλογικός μηχανισμός. Χωρίς να αναλαμβάνει το ίδιο κυβερνητική ευθύνη, το ΑΚΕΛ στήριξε όλους τους προέδρους της Δημοκρατίας με εξαίρεση την δεκαετία Κληρίδη. Αυτή η «αρνητική ενσωμάτωση» του ΑΚΕΛ στο πολιτικό σύστημα, (βλ. Α. Παναγιώτου, 2006), που έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του ’40, οδήγησε σε μια προσέγγιση που ήθελε να συμβιβάζει την ιδεολογία προς όφελος της εκλογικής επιβίωσης/επικράτησης, προτάσσοντας συνήθως το Κυπριακό. Στην πραγματικότητα, η κομμουνιστική ιδεολογία του ΑΚΕΛ δεν τέθηκε ποτέ υπό κρίση ενώπιον του λαού.

Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν το 2003, όταν το ΑΚΕΛ συμμετείχε με δικούς τους υπουργούς σε κυβέρνηση αλλά κυρίως το 2008 με την ανάδειξη του ηγέτη του στην Προεδρία. Στις πρώτες δηλώσεις μετά την εκλογή του, ο κ. Χριστόφιας, έδινε το στίγμα του προβλήματος που καλείτο να αντιμετωπίσει, παραδεχόμενος πως δεν είναι ευτυχής που ως κομμουνιστής θα έπρεπε να διαχειριστεί ένα καπιταλιστικό σύστημα. Είμαι βέβαιος ότι τότε, ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να προβλέψει πόσο δύσκολη τελικά θα ήταν αυτή η διαχείριση και πως στο τέλος της θητείας του θα δήλωνε με έκδηλη δυσφορία: «πού φτάσαμε», «να (παρα)καλούμε την Τρόικα να έρθει στην Κύπρο».

Η ανάληψη κυβερνητικής ευθύνης στον σύγχρονο κόσμο δεν αφήνει πολλά περιθώρια ιδεολογικής συνέπειας για ένα ορθόδοξο κομμουνιστικό κόμμα. Το ΑΚΕΛ, βεβαίως, ουδέποτε ήταν τέτοιο στην πράξη, όσον αφορά στις πολιτικές του. Η διασφάλιση της συνέχειας και της συνοχής, ωστόσο, του κομματικού μηχανισμού και της οργανωτικής του συγκρότησης, περνούσε πάντα μέσα από την αναπαραγωγή της ιδεολογικοπολιτικής του ταυτότητας ως κομμουνιστικό κόμμα. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η υπαρξιακή σχεδόν ανάγκη διαχείρισης των συμβολισμών (και όχι πάντα της ουσίας), που έχουν σχέση με την ταυτότητα του ως το «κόμμα των εργαζομένων» και αυτό αντανακλάται και στη διαπραγμάτευση με την Τρόικα.

Η προσπάθεια του ΑΚΕΛ να ισορροπήσει σήμερα μεταξύ ιδεολογικής συνέπειας και κυβερνητικής ευθύνης μοιάζει, χωρίς υπερβολή, με ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί. Ως εκλογικός μηχανισμός κατάφερε να επιβεβαιώσει την πρόβλεψη του Rice. Ως κυβέρνηση όμως, όχι μόνο έχει οδηγηθεί στην πολιτική απομόνωση αλλά καταγράφει συρρίκνωση και στα ποσοστά του. Θα δούμε, βεβαίως, πώς το ίδιο το ΑΚΕΛ θα αξιολογήσει την πρώτη κυβερνητική του θητεία και πώς θα πορευτεί στο μέλλον. Για την ώρα αυτό που προέχει είναι οι αποφάσεις των επόμενων ημερών. Αν το ΑΚΕΛ ρίξει περισσότερο βάρος στην ιδεολογική συνέπεια, τα αποτελέσματα θα είναι μοιραία για τον τόπο. Το ΑΚΕΛ μπορεί να αυξήσει, ίσως, οριακά τη συσπείρωση του. Θα έχει, όμως, σφραγίσει την πολιτική του απομόνωση για αρκετά χρόνια. Θα οδηγηθεί, δηλαδή, σε αυτό που στρατηγικά επιδίωκε διαχρονικά να αποφύγει και το πετύχαινε προβαίνοντας ενίοτε σε σημαντικούς ιδεολογικούς συμβιβασμούς.

https://disy.org.cy/wp-content/uploads/2023/09/logo-site-members.disy_.cy_.png
Επικοινωνία
22883000
Πινδάρου 25, Λευκωσία

Χρήση Cookies | Όροι Χρήσης Ιστοσελίδας
© 2025 ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ. All Rights Reserved.