του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Στον παραδοσιακό κόσμο των διεθνών σχέσεων αποτελούσε κοινή παραδοχή ότι η ισχύς μετριέται με τη δύναμη των όπλων και αργότερα και της οικονομίας. Στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο της πληροφορίας η ισχύς μετριέται και με τη δύναμη της «αφήγησης».
Στην σημερινή παγκόσμια κοινωνία της πληροφορίας και της ενημέρωσης, οι εθνικές αφηγήσεις είναι ένα είδος νομίσματος που λειτουργεί σε ένα διεθνές ανταγωνιστικό πλαίσιο, όπως πολύ εύστοχα υποδεικνύει ο γνωστός καθηγητής του Χάρβαντ Joseph Nye.
Ας δούμε, για παράδειγμα, την περίπτωση του πρόσφατου τραγικού επεισοδίου στα ανοιχτά της Γάζας και την προσπάθεια των βασικών πρωταγωνιστών, της Τουρκίας, δηλαδή, και του Ισραήλ, να πείσουν τη διεθνή κοινή γνώμη για τη δική τους εκδοχή ως προς το τι ακριβώς συνέβη (ποιος ο πραγματικός αριθμός των νεκρών, υπήρξε ή όχι αντίσταση από τους ακτιβιστές, νομιμοποιόταν το Ισραήλ να χρησιμοποιήσει βία κ.λπ.). Στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να εξάγουμε το συμπέρασμα πως ενώ το Ισραήλ διασφάλισε την επιτυχία στο στρατιωτικό τομέα, έχασε κατά κράτος στον τομέα της επικοινωνίας.
Η δυνατότητα ενός κράτους να μεταδίδει αποτελεσματικά τη θέση του, τη δική του αφήγηση, σε ένα διεθνοπολιτικό ή διπλωματικό ζήτημα και γενικότερα η στρατηγική διαχείρισης της επικοινωνίας, είναι εξαιρετικά κρίσιμη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η νέα αυτή δημόσια διπλωματία συνιστά ουσιαστικά τον πυρήνα της «ήπιας ισχύος», όπως την είχε προτείνει o Joseph Nye, πριν δύο δεκαετίες στο έργο του «Soft Power: The Means to Success in World Politics».
Η ήπια ισχύς, όπως επισημαίνει ο Νye δεν αντικαθιστά την κλασσική «σκληρή» ισχύ, αλλά την συμπληρώνει. Η ήπια ισχύς δεν εξαναγκάζει τους άλλους να κάνουν αυτό που εσύ θέλεις (σκληρή ισχύς) αλλά μάλλον τους ελκύει ή τους πείθει να θέλουν αυτό που και εσύ επιθυμείς. Χρειάζεται ένα μείγμα σκληρής και ήπιας ισχύος, αυτό που ο Νye αποκαλεί «έξυπνη ισχύ», προκειμένου να μεγιστοποιήσεις στο σύγχρονο κόσμο την ικανότητα ενός κράτους να επηρεάζει τη συμπεριφορά των άλλων.
Το μοντέλο αυτό απέκτησε απήχηση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001 και τα όσα επακολούθησαν με την εισβολή στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Εφαρμογή αυτού του μοντέλου, όμως, παρατηρούμε και στην άσκηση της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, κατά τρόπο που να υπηρετεί το γνωστό δόγμα Νταβούτογλου. Σε ομιλία του στο ετήσιο συνέδριο των τούρκων πρέσβεων στην Άγκυρα τον περασμένο Ιανουάριο, ο ίδιος ο Νταβούτογλου τόνιζε πως τα διπλωματικά προβλήματα μπορούν να επιλυθούν με τη σύζευξη «ισχυρών ενόπλων δυνάμεων» και «ήπιας ισχύος». Οι δυο αυτές συνιστώσες θα πρέπει να εναρμονίζονται «όπως σε μια ορχήστρα».
Πέραν λοιπόν της στρατιωτικής δύναμης (δεύτερη πολυπληθέστερη στο ΝΑΤΟ) και της οικονομική δύναμης (17ησήμερα στο κόσμο- μέλος των G20), η Τουρκία αναπτύσσει σήμερα, ολοένα και πιο συστηματικά, υποδομές και εργαλεία ήπιας ισχύος. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται η προβολή της Τουρκίας ως μοντέλου δημοκρατίας στον μουσουλμανικό κόσμο και ως πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ και τον διαμεσολαβητικό ρόλο που επιχειρεί να διαδραματίσει η Τουρκία σε περιφερειακές διενέξεις καθώς και την προσπάθειά της να πρωταγωνιστήσει στο διάλογο Δύσης και Ισλάμ.
Η προώθηση των στόχων αυτών επιτυγχάνεται αναδεικνύοντας στο επίπεδο της δημόσιας διπλωματίας κοινά συμφέροντα και όχι στενά εθνικά (βλ. π.χ. πολιτική μηδενικών προβλημάτων). Αυτό δεν συνεπάγεται σε καμιά περίπτωση, βεβαίως, διαλλακτικότητα σε διεκδικήσεις αλλά μια πιο ευέλικτη δημόσια διπλωματία, η οποία προσδίδει στην Τουρκία διεθνές κύρος και ερείσματα σε σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς. Δεν είναι τυχαίο που η Τουρκία κατέχει σήμερα την θέση του Γενικού Γραμματέα της Ισλαμικής Διάσκεψης, ότι έχει αναδειχθεί με 151 ψήφους ως μη-μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπως επίσης και ότι κατέχει την προεδρία της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ακόμα και σ’ αυτή την πρωτοβουλία για τη «Συμμαχία των Πολιτισμών», που τίποτε ουσιαστικό δεν έχει να επιδείξει μέχρι σήμερα, η Τουρκία αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, αναδεικνύοντας το ρόλο της ως γέφυρα πολιτισμών.
Η νέα αυτή προσέγγιση της Τουρκίας στην εξωτερική πολιτική δεν είναι βεβαίως χωρίς προβλήματα καθώς η Τουρκία βαρύνεται με σειρά παραβιάσεων ψηφισμάτων του ΟΗΕ και αποφάσεων του ΕΔΑΔ ενώ έχει μεγάλα ανοικτά προβλήματα όπως το Κουρδικό, το Αρμενικό και το Κυπριακό. Το Κυπριακό, λόγω της ευρωπαϊκής διάστασης που έχει προσλάβει μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. αλλά και της επιθυμίας της Τουρκίας για ένταξη, θα μπορούσε να αποτελέσει την αχίλλειο πτέρνα της νέας τουρκικής πολιτικής. Γι’ αυτό όμως το θέμα θα συζητήσουμε σε επόμενο άρθρο.