του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Από την εποχή που ο Αριστοτέλης έγραφε τα «Πολιτικά», ο καθοριστικός ρόλος της οικονομίας στην πολιτική διαδικασία είχε ήδη διαγνωσθεί. Όταν το 1992 ο Μπιλ Κλίντον κέρδιζε τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, με το γνωστό πλέον σλόγκαν «Το θέμα είναι η οικονομία, ανόητε!» (It’s the economy, stupid!), ήταν απολύτως σαφές ότι δεν υπήρχε τίποτε το καινούργιο στη διαπίστωση αυτή, εξ ου και το «ανόητε» που συνοδεύει τη φράση!
Αυτό που είναι σίγουρα καινούργιο, εδώ και κάποια χρόνια, είναι η κυριαρχία της οικονομίας έναντι της πολιτικής. Όπως εύστοχα το είχε θέσει ο Μπέντζιαμιν Μπάρμπερ, ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, η οικονομία έχει ξεφύγει πια από το θεσμικό πλαίσιο του έθνους-κράτους. Από εκείνη τη στιγμή, η οικονομία έπαψε ταυτόχρονα να είναι υπόλογη σε δημοκρατικό έλεγχο, καθώς η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπως τη ξέρουμε μέχρι σήμερα, έχει λειτουργήσει βασικά μόνο εντός των εθνών- κρατών.
Θα ήταν χρήσιμο ίσως εδώ, να θυμηθούμε πως μετά το Διαφωτισμό, η οικονομία καθίσταται εθνική. Τα νεωτερικά κράτη αποκτούν εθνικά νομίσματα και ένα υπουργείο – συνήθως «Εθνικής Οικονομίας» – εντέλλεται από τους πολίτες να ασκεί εθνική οικονομική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό – του έθνους-κράτους και της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας – οι πολίτες ασκούν δημοκρατικό έλεγχο και έτσι εφαρμόζεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όμως, η οικονομία υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα. Η πολιτική εντός των εθνών-κρατών δεν διαθέτει τα μέσα για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έρχεται ως μια απάντηση σε αυτή τη νέα παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Τα έθνη-κράτη εκχωρούν κυριαρχία σε ένα υπερεθνικό επίπεδο γιατί θεωρούν πως μαζί μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα, παρά το καθένα ξεχωριστά. Ένα νέο sui generis θεσμικό οικοδόμημα βρίσκεται σε μια αργή αλλά συνεχή πορεία εξέλιξης, μέσα από εθνικούς ανταγωνισμούς και θεσμικές κρίσεις.
Έτσι, καθώς η φιλελεύθερη δημοκρατία και το έθνος-κράτος – ιστορικά προϊόντα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης – εξαπλώνονται και εδραιώνονται σε ολόκληρη την υφήλιο, η Ευρώπη βρίσκεται ξανά στην πρωτοπορία για ένα νέο φιλόδοξο άλμα. Αν στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η θεμελίωση της Ενωμένης Ευρώπης φάνταζε ως ένα ουτοπικό όνειρο, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο κόσμος σε 30 χρόνια από σήμερα. Το υπό εξέλιξη ευρωπαϊκό θεσμικό μόρφωμα δεν είναι έθνος-κράτος, ούτε πρόκειται να γίνει. Βρισκόμαστε σε μια terra incognita που δεν έχει ακόμα χαρτογραφηθεί επαρκώς. Ίσως η έλλειψη εννοιολογικών εργαλείων για να περιγράψουμε αυτή τη νέα πραγματικότητα αποτελεί και μέρος του προβλήματός μας να προσδιορίσουμε πώς ακριβώς η πολιτική θα θέσει ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο στην οικονομία, κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη δημοκρατική νομιμοποίηση του όλου εγχειρήματος.
Για τους φοιτητές των ευρωπαϊκών σπουδών, η φράση «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ένωσης είναι πλέον κλισέ. Ποτέ όμως στο παρελθόν το πρόβλημα δεν ήταν τόσο πιεστικό όσο είναι σήμερα. Πολλοί προέκριναν, εδώ και καιρό, πως κοινό νόμισμα χωρίς κοινή οικονομική πολιτική δεν μπορούσε να υπάρξει για πολύ. Συνιστούσε άλλωστε ένα ιστορικό παράδοξο. Έτσι, όταν χτύπησε η κρίση η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκε ανοχύρωτη. Στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, οι λιγότερο θωρακισμένες οικονομίες βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα. Τα μέτρα που ελήφθησαν, μετά από πολύ καθυστέρηση (όπως π.χ. για τους μηχανισμούς χρηματοπιστωτικής στήριξης), δεν ήταν αρκετά για να καθησυχάσουν τις αγορές.
Η Ευρώπη βρίσκεται για άλλη μια φορά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Λίγοι φαίνεται να συνειδητοποιούν στη γηραιά ήπειρο, πως η συζήτηση που ξεκίνησε πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενδέχεται να αλλάξει πολύ σύντομα τις ζωές όλων μας. Προτάσεις για μια κοινή δημοσιονομική ένωση, για τραπεζική ένωση, ακόμα και για ένα ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών, όπως πρότεινε πριν μερικές βδομάδες ο Ζαν Κλοντ Τρισέ, δεν είναι καινούργιες για όσους ασχολούνται με τα ευρωπαϊκά θέματα. Οι περισσότεροι, ωστόσο, ίσως πίστευαν πως αποφάσεις γι’ αυτά τα θέματα θα λαμβάνονταν σε πέντε ή και δέκα χρόνια.
Σήμερα όλα αυτά έχουν ήδη τεθεί επί τάπητος για λήψη απόφασης πολύ σύντομα. Την ίδια ώρα, βεβαίως, κάποιοι σπεύδουν να πανηγυρίσουν την επιβεβαίωση των προβλέψεων τους για διάλυση της Ένωσης. Οι υπέρμαχοι του εθνικού απομονωτισμού, είτε από την άκρα δεξιά, είτε από την άκρα αριστερά, με διαφορετική αφετηρία, προεξοφλούν το ίδιο άδοξο τέλος.
Ένας ιδεολογικά στρατευμένος ευρωσκεπτικιστής αδυνατεί, κατά κανόνα, ή δεν θέλει να κατανοήσει πως όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά πολύ περισσότερο τα μικρότερα, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία ή η Κύπρος, θα βρίσκονταν σε πολύ χειρότερη θέση εκτός Ευρωζώνης. Εδώ θα άξιζε κάποιος να υποδείξει πως επιτέλους: «είναι η παγκοσμιοποίηση, ανόητε»! Είναι σαν βρίσκεσαι πάνω σε ένα μεγάλο πλοίο, μπροστά από ένα τεράστιο κύμα και να κατεβαίνεις από το πλοίο για να επιβιβαστείς σε σωσίβια λέμβο.
Είτε μας αρέσει, είτε όχι, θα πρέπει να μάθουμε να σερφάρουμε! Ο όρος είναι, παρεμπιπτόντως, δηλωτικός και για το πόσο σημαντικό είναι το ίντερνετ για την παγκοσμιοποίηση – μια διαδικασία πολυδιάστατη, τεχνολογικά καθοδηγούμενη, και όχι μόνο οικονομική, όπως αφελώς πιστεύουν κάποιοι. Είτε, λοιπόν, ανεβαίνεις πάνω στο κύμα και προσπαθείς να επαναπροσδιορίσεις την πορεία σου ή μένεις ακίνητος και σε συντρίβει. Η επιστροφή στον απομονωτισμό δεν είναι λύση. Είναι διάλυση που ισοδυναμεί με καταστροφή.
Το θετικό ίσως είναι πως – όσο παράδοξο και αν ακούγεται – μεγαλύτερο συμφέρον για να σώσουν το πλοίο δεν έχουν οι μικροί αλλά οι μεγάλοι. Κι’ ας δίνει όρκους η κυρία Μέρκελ, πως όσο ζει δεν θα δεχθεί αμοιβαιοποίηση του χρέους! Όσο μεγάλη και αν είναι η γερμανική σωσίβια λέμβος, είναι κατά πολύ μικρότερη από το ευρωπαϊκό πλοίο. Και αν η κυρία Μέρκελ δεν ξεκινήσει σύντομα τις μηχανές, όπως την κάλεσε πρόσφατα ο Economist (Start the Engines, Angela, Jun 9th,2012), το κύμα θα παρασύρει το ευρωπαϊκό πλοίο και μαζί και την Γερμανία στους σκοπέλους της οικονομικής ύφεσης και της πολιτικής αβεβαιότητας.