του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Η νέα κρίση στις Κυπριακές Αερογραμμές φέρνει ξανά στην επιφάνεια μια σοβαρή παθογένεια του πολιτικοκοινωνικού μας συστήματος, που αφορά την αδυναμία ή την απροθυμία προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Και αναφέρομαι ευρύτερα στην ανάγκη μεταρρύθμισης του κράτους. Πρόκειται για μια παθογένεια που μας καθιστά, θεωρώ, μια «φραγμένη κοινωνία», κατά τον ορισμό ενός από τους κορυφαίους κοινωνιολόγους της εποχής μας, του Anthony Giddens.
Μια «φραγμένη κοινωνία» είναι μια κοινωνία στην οποία η ανάγκη για αλλαγή είναι εμφανής. Όμως, είτε παγιωμένα συμφέροντα, είτε φυσικός συντηρητισμός ή και τα δύο, εμποδίζουν την εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Γι’ αυτό, όπως υποστηρίζει ο Giddens, χρειάζεται να προηγηθεί μια βαθιά κρίση προκειμένου να καταστεί δυνατή η υπερπήδηση τα εμποδίων αυτών και να απελευθερωθούν οι δυνάμεις της αλλαγής («Η Ευρώπη στη Παγκόσμια Εποχή», 2008).
Τα παγιωμένα συμφέροντα δημιουργούν βεβαίως και παγιωμένες αντιλήψεις. Γι’ αυτό πολλές φορές, ακόμα και όταν αλλάζουν τα συμφέροντα μας, χρειαζόμαστε χρόνο να το κατανοήσουμε και να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα. Μια τέτοια παγιωμένη αντίληψη στην Κύπρο αφορά το ρόλο του κράτους, ως φέουδο της εκάστοτε εξουσίας ή ως πεδίο ανταγωνισμού του κομματικού συστήματος. Στη βάση αυτής της αντίληψης, που καλλιεργήθηκε διαχρονικά με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων, το κράτος εκλαμβάνεται ως ένας πελατειακός μηχανισμός εξυπηρετήσεων. Αυτό οδηγεί βεβαίως σε ένα φαύλο κύκλο διαφθοράς, διαπλοκής και παγιωμένων συμφερόντων.
Υπάρχει, όμως, και ένα δεύτερο εμπόδιο που λειτουργεί ανασταλτικά στη μεταρρύθμιση του κράτους. Στην περίπτωση της Κύπρου ο συντηρητισμός του Giddens, μπορεί να εντοπιστεί κατά βάση στη δογματική εμμονή του κυβερνώντος κόμματος της αριστεράς, σε μια θεώρηση που «ιεροποιεί» το κράτος. Σε μια θεώρηση, δηλαδή, που θέτει το κράτος όχι υπό τον πολίτη και στην υπηρεσία του πολίτη, όπως το είχαν προσδιορίσει οι φιλελεύθεροι στοχαστές του Διαφωτισμού (βλ. θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου) αλλά ως το αντίβαρο στις δυνάμεις του κεφαλαίου και της αγοράς.
Έτσι, αντί το κράτος να αποτελεί τον ουδέτερο ρυθμιστή – που μεταξύ άλλων – θέτει τους κανόνες του παιγνιδιού και στο χώρο της οικονομίας, γίνεται το ίδιο μέρος του ανταγωνισμού. Αντί το Δημόσιο να έχει ως στόχο το δημόσιο συμφέρον, γίνεται εκφραστής μιας γραφειοκρατικής διεκδίκησης έναντι του ιδιωτικού.
Από την άλλη, βεβαίως, υπάρχουν και προσεγγίσεις που «ιεροποιούν» την αγορά. Αυτές που προσδιορίζονται γενικά ως νεοφιλελεύθερες (βλ. π.χ. Robert Nozick και θεωρία «ελάχιστου κράτους»). Πρόκειται για προσεγγίσεις που αποτυγχάνουν να κατανοήσουν ή αρνούνται να δεχθούν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα οικονομικό δόγμα και πως η ατομική ελευθερία δεν μπορεί να υπονομεύεται στο όνομα της όποιας οικονομικής αποτελεσματικότητας. Ως επίσης, ότι οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες θα πρέπει να διευθετούνται κατά τρόπο που να αποβαίνουν προς όφελος των λιγότερο ευνοούμενων της κοινωνίας, όπως μας υπενθυμίζει ο μεγαλύτερος φιλελεύθερος θεωρητικός του σύγχρονου (κοινωνικού) φιλελευθερισμού John Rawls («Political Liberalism», 1993).
Μακριά λοιπόν από δογματισμούς, το ερώτημα που πρέπει να τίθεται, δεν είναι πόσο πρέπει να είναι το μέγεθος του Δημοσίου αλλά πόσο (ή κατά πόσο) το Δημόσιο υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Πάνω σ’ αυτή τη θεμελιακή βάση πρέπει να οικοδομηθεί ένα «συμβόλαιο» για τη ανασυγκρότηση του κράτους. Δεν χρειάζεται να βιώσουμε και άλλες κρίσεις για να επιβεβαιώσουμε τη θεωρία του Giddens. Για να κατανοήσουμε, δηλαδή, ότι πρέπει επιτέλους να αλλάξουμε πορεία και να προχωρήσουμε στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει, η στασιμότητα σημαίνει κόστος. Και είναι εδώ που προβάλλει η ανάγκη μιας δυναμικής ηγεσίας. Μιας ηγεσίας που μακριά από ιδεολογικές ακρότητες και με γνώμονα τον πραγματισμό, θα οδηγήσει τη χώρα προς το μέλλον, υπερβαίνοντας παγιωμένα συμφέροντα αλλά και κάθε συντηρητική αντίληψη που «φράζει» το δρόμο προς την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό.