του Θανάση Τσώκου
Η απόφαση για την σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για το άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου, από την Βουλή των Ελλήνων, λήφθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1986 από όλες τις πολιτικές δυνάμεις και η συγκρότηση της έγινε στις 3 Μαρτίου 1986. Την αφορμή για την συζήτηση του θέματος, έδωσε αίτηση των Βουλευτών του ΠΑ.ΣΟ.Κ, οι οποίοι και πρότειναν «την σύσταση Εξεταστικής των πραγμάτων Επιτροπής στην οποία να ανατεθεί η εξονυχιστική έρευνα για την κατά το δυνατό, ανακάλυψη, εξιχνίαση και αξιολόγηση των στοιχείων τα οποία μπορούν να συνθέσουν τον φάκελο της υπόθεσης, που επικράτησε να αποδίδεται με τον όρο Φάκελος της Κύπρου, καθώς και τη λεπτομερειακή διερεύνηση και εξέταση όλων των πτυχών του μεγάλου αυτού ζητήματος».
Δύο και πλέον χρόνια μετά, στις 29 και 30 Οκτωβρίου 1988 ψηφίστηκε στις συνεδρίες της ολομέλειας της Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων, το πόρισμα για τον φάκελο της Κύπρου. Η ολομέλεια της Επιτροπής πραγματοποίησε 154 συνεδριάσεις και εξέτασε 86 μάρτυρες. Τμήμα δε της Επιτροπής, εξέτασε άλλους 45 μάρτυρες. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Επιτροπής αριθμούν 20.798 σελίδες. Σε αυτό το σημαντικό υλικό πρέπει να προστεθούν και φάκελοι εγγράφων που παραχώρησαν διάφορα Υπουργεία.
Με την έκδοση του πορίσματος για τον φάκελο της Κύπρου, η Βουλή των Ελλήνων εκπλήρωσε έναντι της Κύπρου και του λαού της, μέρος του ιστορικού της χρέους. Χρέος το οποίο δεν εκπλήρωσε η Κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων έναντι του Κυπριακού Ελληνισμού μέχρι σήμερα. Στην εισαγωγή του πορίσματος, αναφέρεται χαρακτηριστικά: Η Επιτροπή μας τελούσε με την ελπίδα, ότι θα μπορούσε να βοηθηθεί στα συμπεράσματα της και από το πόρισμα της αντίστοιχης Επιτροπής, πού είχε συσταθεί από την Βουλή της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η επιτροπή όμως αυτή δεν φαίνεται μέχρι σήμερα να προχώρησε στο έργο της. Είκοσι χρόνια μετά, η Κυπριακή Βουλή εξακολουθεί να μην έχει εκδώσει κανένα πόρισμα, παρόλο το γεγονός ότι η παρούσα Βουλή έχει επιδείξει σημαντικό ενδιαφέρον και ιδιαίτερη σπουδή για το όλο θέμα.
Από το πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων εξάγονται και τα ακόλουθα συμπεράσματα για την τραγωδία του 1974: 1) Το πραξικόπημα κατά του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας αποφάσισαν οι Φαίδων Γκιζίκης, «Πρόεδρος της Δημοκρατίας», Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, «Πρωθυπουργός», Δημήτριος Ιωαννίδης, Αρχηγός της Χούντας και Γρηγόριος Μπονάνος, Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων. 2) Ο Ιωαννίδης ήταν ο μόνος που υποστήριζε επίμονα την διεξαγωγή του πραξικοπήματος. Εξού και το γεγονός ότι στην συνέχεια ανέλαβε ο ίδιος πλήρως την ευθύνη του. 3) Το πραξικόπημα αποφασίστηκε στα μέσα Ιουνίου 1974. 4) Ιωαννίδης και Μπονάνος επέλεξαν τους αξιωματικούς Μιχαήλ Γεωργίτση, ταξίαρχο, και Κωνσταντίνο Κομπόκη, συνταγματάρχη, για να ηγηθούν του πραξικοπήματος στην Κύπρο. 5) Έγινε μεταφορά δυνάμεων από την Κερύνεια και τον Πενταδάκτυλο για τους σκοπούς του πραξικοπήματος, γεγονός που αποδυνάμωσε την αμυντική δυνατότητα του νησιού. 6) Οι Άγγελος Βλάχος και Ευάγγελος Αβέρωφ πληροφορήθηκαν από τον Πρέσβη των Η.Π.Α Τάσκα, την απόφαση Ιωαννίδη για πραξικόπημα. Η αποσιώπηση της πληροφορίας αυτής δημιουργεί σοβαρές ευθύνες για τον Ευάγγελο Αβέρωφ. 7) Οι Η.Π.Α δεν επενέβησαν έγκαιρα και αποτελεσματικά όπως έπραξαν στο παρελθόν για να αποτρέψουν το πραξικόπημα, τουναντίον, στελέχη τις C.Ι.Α με βάση την Αθήνα ενθάρρυναν τον Ιωαννίδη να προχωρήσει σε αυτό το απονενοημένο εγχείρημα . 8) Ο Μακάριος περιέργως ήταν βέβαιος ότι δεν θα εξελισσόταν πραξικόπημα εναντίον του, παρόλο το γεγονός ότι ήταν σε γνώση του αρκετές πληροφορίες για αυτό. 9) Στις 5 η ώρα το απόγευμα της 19ης Ιουλίου 1974, δόθηκε διαταγή από τον Αρχηγό του Τουρκικού Στρατού για αναχώρηση των πλοίων του Τουρκικού στόλου. Το B.B C σε εκπομπή του στις 5:30 το απόγευμα της 19ης Ιουλίου 1974, παρουσίασε την αναχώρηση του Τουρκικού στόλου από την Μερσίνα. Η προετοιμασία για την εισβολή στην Κύπρο είχε αρχίσει αρκετές βδομάδες πριν από την 20η Ιουλίου 1974. Για το γεγονός ενημερωνόταν συνεχώς η τότε στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος. 10) Το Γ.Ε.Ε.Φ σε καμία περίπτωση δεν αναφέρεται από τις καταθέσεις ότι διέταξε πυρ κατά των εισβολέων. Αντίθετα, συνιστούσε αυτοσυγκράτηση. Στις 8:40 π.μ με τηλεφωνική διαταγή του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων υποστράτηγου Χανιωτάκη, αρχίζει η εφαρμογή των αμυντικών σχεδίων τα οποία στην χειρότερη των περιπτώσεων θα έπρεπε να ενεργοποιούνταν με πρωτοβουλία του Γ.Ε.Ε.Φ, αμέσως μετά την είσοδο του Τουρκικού στόλου στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τεράστιες είναι λοιπόν οι ευθύνες της τότε στρατιωτικής ηγεσίας του Γ.Ε.Ε.Φ, της Ναυτικής και Αεροπορικής Διοίκησης Κύπρου και συγκεκριμένα των Γιωργίτση, Γιαννακόδη, Παπαγιάννη, Καραστατήρα κ.λ.π. 11) Η μη έγκαιρη αποστολή των υποβρυχίων «Νηρέας» και «Γλαύκος» και η μη επίθεση από αυτά κατά της Τουρκικής αποβατικής δύναμης, στέρησε από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις τη μοναδική ευκαιρία να καταγάγουν μια μοναδική νίκη επί της Τουρκικής αποβατικής δύναμης που κατά πάσα πιθανότητα θα ανάγκαζε το τουρκικό Επιτελείο να ματαιώσει όλες τις επιχειρήσεις του. 12) Η κατάπαυση του πυρός που συμφωνήθηκε και ανακοινώθηκε από το Στέητ Ντηπάρτμεντ στις 6 π.μ της 22ας Ιουλίου 1974, δεν εφαρμόστηκε από τον Τουρκικό στρατό ο οποίος συνέχισε την προέλαση του. 13) Από τις 24 Ιουλίου 1974 μέχρι και τον τερματισμό των Τουρκικών επιχειρήσεων και του Αττίλα ΙΙ, σοβαρότατες ευθύνες βαραίνουν την Μεταπολιτευτική Κυβέρνηση του Κ.Καραμανλή. 14) Ο Ευάγγελος Αβέρωφ απέτρεψε την εφαρμογή του σχεδίου στρατιωτικής δράσης που πρότεινε ο Κ. Καραμανλής, μεταπείθοντας τον. Έτσι δεν ανέλαβε άμεση δράση το Ναυτικό και η Αεροπορία την αυγή της 14ης Αυγούστου 1974 για να αποτραπεί ο Αττίλας ΙΙ. Απέτρεψε επίσης την αποστολή Μεραρχίας που και πάλιν εισηγήθηκε ο τότε Πρωθυπουργός. Αποδέχθηκε την τακτική των Μπονάνου και Γαλατσάνου, χουντικών αξιωματικών που διατηρήθηκαν στις θέσεις τους, για υποχωρητικές κινήσεις με διατήρηση επαφής για αποφυγή εγκλωβισμού δικών μας δυνάμεων. Γι αυτό χάθηκε και η πόλη της Αμμοχώστου. 15) Η διαταγή του Κ. Καραμανλή για σχηματισμό της Μεραρχίας που δόθηκε στις 3 Αυγούστου 1974, δεν εκτελέστηκε από τη στρατιωτική ηγεσία, η οποία επέδειξε ανυπακοή και άρνηση συμμόρφωσης. Η χρονική στιγμή της εκδήλωσης της ανυπακοής ήταν κρίσιμη και επηρέασε αρνητικά τις εξελίξεις και σε πολιτικό επίπεδο. Αποδεικνύεται έτσι από τα έγραφα, ότι η διαταγή από το Αρχηγείο Στρατού εκδόθηκε 11 μέρες μετά, στις 14 Αυγούστου 1974.
Όλα όσα έχουν προαναφερθεί, αποτελούν ένα μικρό μέρος των όσων συγκλονιστικών περιλαμβάνονται στο Πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων που δημοσιοποιήθηκε πριν από είκοσι ολόκληρα χρόνια, τον Οκτώβριο του 1988 και που ακόμη δεν έγινε ευρέως γνωστό στην Κυπριακή κοινή γνώμη. Η νέα γενιά όμως, σε Κύπρο και Ελλάδα θα πρέπει να ευγνωμονεί τους βουλευτές-μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής του Ελληνικού Κοινοβουλίου για το τόσο σημαντικό έργο που επιτέλεσαν. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στον Πρόεδρο της επιτροπής Χρίστο Μπασαγιάννη για το τόσο σημαντικό έργο που επιτέλεσε. Ο φάκελος της Κυπριακής τραγωδίας, με το άνοιγμα του έχει αποκαλύψει τους κύριους ένοχους τις Κυπριακής τραγωδίας. Αυτούς που συμμετείχαν στο Εθνικό αυτό έγκλημα Στρατιωτικούς και πολιτικούς της εποχής εκείνης. Αποτελεί ύψιστη ευθύνη λοιπόν όλων μας σε Κύπρο και Ελλάδα να το μελετήσουμε. Επιβάλλεται ο λαός να γνωρίζει την ιστορική αλήθεια. Αποτελεί επίσης ιστορικό χρέος, έστω και πολύ καθυστερημένα, η ολοκλήρωση της προσπάθειας και της Κυπριακής Βουλής. Επίσης, επιβεβλημένη είναι και η παράδοση από την Βουλή των Ελλήνων στην Κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων, όλου του υλικού που έχει συγκεντρωθεί στα πλαίσια της δικής της έρευνας.
Όμως το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο οφείλει μια εξήγηση στον Κυπριακό Ελληνισμό και την νέα γενιά του τόπου. Γιατί τα κοινοβουλευτικά κόμματα, για 34 χρόνια τώρα δεν προχώρησαν στο άνοιγμα του φακέλου και στην Κύπρο, κάτι που είχε την τόλμη να κάνει η Βουλή των Ελλήνων πριν από 22 χρόνια;