του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Η δημοκρατία γεννήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα ως πολίτευμα ευθύνης. Οι άρχοντες εννιά φορές τον χρόνο έπρεπε να πάρουν ψήφο εμπιστοσύνης από την Εκκλησία του Δήμου (Glotz,1981)). Αλλά και πέραν αυτής της δημόσιας λογοδοσίας, ο κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα του ελέγχου αφού μπορούσε να ζητήσει να εξεταστεί κατηγορία εναντίον άρχοντα, η οποία και μπορούσε να τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου της Ηλιαίας. Εξ ου και η λέξη «υπεύθυνος» σήμαινε αυτόν που ήταν υπόλογος δημοσίου ελέγχου στους «Εύθυνους»(τους δημόσιους ελεγκτές). Αντίθετα, ο μη έχων ευθύνη, ο μη υπόλογος ήταν «ανεύθυνος». Εξελικτικά η λέξη «υπεύθυνος» προσέλαβε και την έννοια του «ενόχου», αν κατά τη διάρκεια της θητείας του άρχοντα συνέβαινε κάτι κακό. Ομοίως και το αντίθετο, ο «ανεύθυνος» ήταν «αθώος».
Στην σύγχρονη Ελληνική περάσαμε στην αντίθετη και για τις δύο λέξεις σημασία. Έτσι ο «υπεύθυνος» είναι ο ευσυνείδητος, ο έχων συνείδηση ευθύνης ενώ «ανεύθυνος» είναι αυτός που στερείται ανάλογης συνείδησης, ο αναξιόπιστος, ο ασυνείδητος. Δεν πρόκειται για λογοπαίγνιο. Παραπέμπω στο λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Μπαμπινιώτη προς επίρρωση των πιο πάνω. Είναι προφανές πως και μόνο η σημασιολογική ανάλυση των λέξεων καταδεικνύει πως ο κάτοχος δημοσίου αξιώματος (και ειδικά ο εκλελεγμένος άρχοντας) δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί της ευθύνης (πολιτικής ευθύνης) είτε έχει άμεση προσωπική ευθύνη για κάτι κακό που συνέβη κατά τη διάρκεια της θητείας του ή γιατί λόγω έλλειψης γνώσης ή άλλως πως δεν κατάφερε να αποτρέψει κάτι κακό. Στη δημοκρατία αυτός που υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο, είναι εξ ορισμού «υπεύθυνος» και δεν μπορεί να επικαλείται άγνοια γιατί η αθωότητα του «ανεύθυνου» (και πάλι αναφέρομαι στην αρχαία Ελληνική) αφορά αυτόν που δεν μετέχει της ευθύνης και σίγουρα όχι ένα πολιτικό αξιωματούχο του κράτους και δη έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Είναι γι’ αυτό που η πραγματικά απογοητευτική εμφάνιση του Προέδρου Χριστόφια ενώπιον της Διερευνητικής Επιτροπής υπό τον Πόλυ Πολυβίου αποκάλυψε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο την αδυναμία πλέον του κ. Χριστόφια να κυβερνήσει. Γιατί, ακόμα και αν γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί του ότι ενώ όλοι γύρω του γνώριζαν (και άρα έχουν ευθύνη) ενώ αυτός δεν γνώριζε (και άρα, κατά τον ίδιο, δεν έχει ευθύνη), τότε έχουμε προφανώς μια καταφανή ρήξη με μια βασική αρχή του προεδρικού συστήματος σε σχέση με την έννοια της λογοδοσίας, της ευθύνης και του συντονισμού των υπουργών.
Γιατί σε αντίθεση με τους υπουργούς σε κοινοβουλευτικά συστήματα, οι οποίοι (κατά κανόνα) έχουν λάβει δημοκρατική νομιμοποίηση μέσα από τη λαϊκή ετυμηγορία και οι οποίοι πρέπει να τυγχάνουν της εμπιστοσύνης και της βουλής, στα προεδρικά συστήματα οι υπουργοί λογοδοτούν και πρέπει να τυγχάνουν της εμπιστοσύνης του πρόεδρου που τους διορίζει (unipersonal executive responsibility).
Ο πρόεδρος είναι αυτός που έχει λάβει «εντολή» από το λαό να κυβερνήσει και συνεπώς φέρει και τη συνολική ευθύνη. Ειδικότερα στις περιπτώσεις, όπως και αυτή που παρακολουθούμε σήμερα στην Κύπρο, όπου είναι προφανές ότι υπάρχει μείζον ζήτημα συντονισμού υπουργείων, υπηρεσιών και κρατικών αξιωματούχων. Άλλωστε, κατ’ ομολογία του ιδίου του Προέδρου, υπήρξαν διαφορετικές προσεγγίσεις για το θέμα του χειρισμού του φορτίου από δύο τουλάχιστον υπουργεία. Ποιος όμως θα μπορούσε να είχε την ευθύνη του συντονισμού, πέραν του ιδίου του Πρόεδρου;
Αν στην Κύπρο είχαμε κοινοβουλευτικό σύστημα (να σημειωθεί ότι είμαστε οι μόνοι στην Ε.Ε. που έχουμε προεδρικό), τότε με δεδομένες τις τοποθετήσεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων που ζητούν παραίτηση της κυβέρνησης, θα έπρεπε να είχαν ήδη προκηρυχθεί πρόωρες εκλογές. Το γεγονός ότι το Σύνταγμα του ‘60 μας κληροδότησε το προεδρικό σύστημα, δεν θα πρέπει να αποτελεί άλλοθι για τη μη εφαρμογή της αρχής της λογοδοσίας και της πολιτικής ευθύνης, που συνιστούν το θεμέλιο της δημοκρατίας, ειδικά σε μια εποχή κρίσης και απαξίωσης της πολιτικής.
Είναι ακριβώς κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες που η έννοια της πολιτικής ευθιξίας αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Και είναι γι’ αυτό που είναι καλύτερο για τον τόπο, αλλά και για τον ίδιο τον Πρόεδρο, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να επιδείξει αυτό που ο Max Weber είχε προσδιορίσει ως μια από τις κύριες ιδιότητες του γνήσιου πολιτικού: την ηθική της υπευθυνότητας. Την πνευματική και ψυχική διάθεση, δηλαδή, την εντιμότητα και τη γενναιότητα να μη διστάζει να αναλαμβάνει την ευθύνη για τις συνέπειες και τις επιπτώσεις των πράξεων ή παραλείψεων του, καθόσον διάστημα είναι υπόλογος σε δημόσιο έλεγχο και άρα «υπεύθυνος» για ό,τι συμβαίνει.