του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Μπορεί οι τεχνοκράτες τελικά να τα καταφέρουν καλύτερα από τους πολιτικούς, διερωτάται ο Economist, με αφορμή την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Λουκά Παπαδήμο στην Ελλάδα και τον σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών υπό το Μάριο Μόντι στην Ιταλία.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κρίσιμη γιατί δεν σχετίζεται απλώς με το πώς μια διακυβέρνηση καθίσταται πιο αποτελεσματική για την αντιμετώπιση διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών. Αφορά και το ίδιο το μέλλον της δημοκρατίας και τις εν γένει προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα. Γιατί αν οι τεχνοκράτες μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα από τους πολιτικούς, τότε, είτε οι πολιτικοί πρέπει να γίνουν τεχνοκράτες ή διαφορετικά θα πρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που δεν μπόρεσε να απαντήσει ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία», πριν από 24 αιώνες. Οι περισσότεροι θα συμφωνούμε, ίσως, πως είναι προτιμότερο να μας κυβερνούν αυτοί που έχουν την περισσότερη γνώση, οι περισσότερο «τεχνοκράτες» ή οι φιλόσοφοι-βασιλείς κατά τον Πλάτωνα. Το θέμα όμως παραμένει από τότε αναπάντητο: με ποια διαδικασία θα επιλέγονται;
Ο ιστορικός συνειρμός δεν έχει μόνο σημειολογική σημασία. Αντικατοπτρίζει βασικά ερωτήματα δημοκρατίας, που από την κλασσική εποχή της αρχαίας Ελλάδας μέχρι σήμερα, αναζητούν απαντήσεις. Ας μη ξεχνάμε πως η δημαγωγία είναι τόσο αρχαία όσο και η δημοκρατία. Ήδη από την αρχαία Αθήνα, και την κλασσική συμμετοχική δημοκρατία, στο πλαίσιο της πόλης-κράτους, η δημαγωγία αποτελούσε σύμφυτη παθογένεια του πολιτεύματος στο οποίο κυβερνά/κρατά ο δήμος. Οι μεγάλοι κλασσικοί φιλόσοφοι ασκούν κριτική στη δημοκρατία στην οποία οι δημαγωγοί (η λέξη αποκτά αρνητική χροιά ήδη από την αρχαιότητα) επιχειρούν να «άγουν» τον δήμο (τον λαό), όχι προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος αλλά για ίδιον όφελος. Από τότε, λοιπόν, οι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι να διαψεύδουν την προπατορική φήμη της αναξιοπιστίας και της ιδιοτέλειας. Και, δυστυχώς, σπάνια τα καταφέρνουν!
Στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν ένα επιπλέον πρόβλημα. Τα εργαλεία που έχουν στη διάθεση τους, σε εθνικό επίπεδο, για άσκηση πολιτικής δεν επαρκούν για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Προκλήσεις που μεταξύ άλλων δημιουργούν νέου τύπου δημοκρατικά ελλείμματα. Γιατί από τα τέλη του 18ου αιώνα, όπου η επιστροφή της δημοκρατίας, με την αντιπροσωπευτική της μορφή, έθετε την οικονομία κάτω από τον δημοκρατικό έλεγχο του έθνους-κράτους, οι συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά. Όπως πολύ εύστοχα σημείωνε ο Benjamin Barber σε άρθρο του το 2001, η οικονομία έχει ξεφύγει πια από το θεσμικό πλαίσιο του έθνους-κράτους και συνεπώς έχει πάψει να είναι υπόλογος στη δημοκρατία.
Είναι εδώ ακριβώς που η πολιτική καλείται να δώσει λύσεις. Είναι εδώ που η πολιτική συναντιέται με την ίδια την ιστορία. Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μια απάντηση στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, τότε αυτό που πρωτίστως απαιτείται σήμερα είναι γενναίες και ιστορικές πολιτικές αποφάσεις. Μόνο έτσι μπορεί να σπάσει ο φαύλος κύκλος της κρίσης.
Για την ώρα οι τεχνοκράτες διαθέτουν μεγαλύτερη αξιοπιστία για να διαχειριστούν καλύτερα την κρίση χρέους από τους πολιτικούς. Πρώτο, γιατί καταρχάς, ως μη εκλελεγμένοι, απαλλάσσονται εξ ορισμού από το «προπατορικό» άχθος να αποδείξουν ότι στόχος τους δεν είναι η επανεκλογή. Και δεύτερο, γιατί όπως σημειώνει ο Giddens (Over to you Mr Brown, 2007), στις σύγχρονες κοινωνίες της επικοινωνίας και του διαδικτύου, οι παραδοσιακοί μηχανισμοί παθητικής εμπιστοσύνης, που βασίζονταν στην αυθεντία του θεσμού, υποχωρούν μπροστά στον εξορθολογισμό της επιλογής των πολιτών, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης και άπλετης πρόσβασης σε πληροφορίες.
Μπορεί όμως η επιλογή τεχνοκρατών να αποτελέσει ουσιαστική λύση στο πρόβλημα; To σίγουρο είναι πως οι πολιτικοί θα πρέπει να αρχίσουν να γίνονται περισσότερο τεχνοκράτες. Όχι επαγγελματίες της πολιτικής αλλά πολιτικοί με επαγγελματισμό, όπως εύγλωττα το θέτει ο καθηγητής Σταύρος Ζένιος.
Παρόλα αυτά, έχω την άποψη, πως η καλύτερη διαχείριση της κατάστασης από τους τεχνοκράτες συνιστά στην καλύτερη περίπτωση παυσίπονο. Το πρόβλημα παραμένει. Η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα μπροστά σε ένα κομβικό σταυροδρόμι. Είτε θα προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση και με αποφασιστικά βήματα στο δρόμο που χάραξαν οι πατέρες τη ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, προς την κατεύθυνση δηλαδή της περαιτέρω πολιτικής ενοποίησης ή που θα οδηγηθεί, αργά ή γρήγορα, στην αναπόδραστη διάλυσή της, υπό το κυνικό βλέμμα των αγορών.
Μπροστά σε αυτή την κρίσιμη καμπή της ιστορίας η απάντηση μπορεί να είναι μόνο πολιτική. Και αν κάτι χρειάζεται σήμερα η Ευρώπη, περισσότερο παρά ποτέ, είναι μεγάλους πολιτικούς ηγέτες και μεγάλες πολιτικές αποφάσεις.