του Θανάση Τσώκου
Η διαχρονική εξέλιξη του κυπριακού προβλήματος, επηρέασε δυσμενέστατα και την τύχη της πόλης της Αμμοχώστου. Σήμερα, η Αμμόχωστος, θα έπρεπε να αποτελεί ιδιαίτερη πτυχή του κυπριακού προβλήματος και η επιστροφή των κατοίκων της προτεραιότητα της πολιτικής μας ηγεσίας, αλλά και του διεθνούς παράγοντα. Κάτι το οποίο δεν ισχύει, με ευθύνη και της δικής μας πλευράς, η οποία διαχρονικά διέπραξε σοβαρότατα λάθη και παραλήψεις στο όλο θέμα. Για την περίπτωση της πόλης της Αμμοχώστου και την επιστροφή της στους νόμιμους κατοίκους της λοιπόν, μπορούμε να κάνουμε αναφορά για σειρά χαμένων ευκαιριών.
Η περίπτωση της Αμμοχώστου, εξαρχής είχε την δική της ιδιαιτερότητα. Φαίνεται ότι η κατάληψη της πόλης δεν ήταν στα αρχικά σχέδια των Τούρκων επιτελών. Τα τουρκικά στρατεύματα δεν διεξήγαγαν μάχες για την κατάληψη της πόλης, αφού η Αμμόχωστος αφέθηκε ανυπεράσπιστη από τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς. Για το θέμα αυτό, ο τότε αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, Στρατηγός Καραγιάννης, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η πόλη της Αμμοχώστου, σε συνδυασμό με την εγγύς ταύτιση της με τις Αγγλικές βάσεις της Δεκέλειας, μπορούσε να αποτελέσει έγκαιρα προπαρασκευασμένη, περιχαρακωμένο φρούριο για να αντιμετωπίσει τυχόν αποτολμώμενες τουρκικές ενέργειες και να μην περιέλθει στον εχθρό, δεδομένου μάλιστα ότι οι εχθρικές ενέργειες δεν θα ήταν συνεχείς και παρατεταμένες και θα διακρίνονταν από διστακτικότητα. Θα απαιτείτο για αυτό η πρόβλεψη για έγκαιρη διάθεση για την άμυνα της πόλης κατάλληλων μονάδων, οι οποίες θα έμεναν ανεπηρέαστες και να μην υφίσταντο τις συνέπειες της άτακτης υποχώρησης των συμπτυσσόμενων Μονάδων της ΔΑΤ. Η πρόβλεψη τούτη δεν έγινε, αλλά και αν είχε γίνει η υλοποίηση της θα ήταν αμφίβολη λόγω της αποδιοργάνωσης των Μονάδων ΠΖ της ΕΦ και της πτώσης του ηθικού τους». Ο στρατηγός Καραγιάννης στην συνέχεια αναφέρει: «Οι δυνάμεις καταδρομών εφόσον θα ήταν διαθέσιμες ως εφεδρεία, μπορούσαν να προσφέρουν σοβαρό έργο για την διεξαγωγή νυκτερινών καταδρομικών επιχειρήσεων. Ο εχθρός παρουσίασε τις νύχτες από 14 μέχρι 17 Αυγούστου 1974, αξιόλογους στόχους». Σε βιβλιαράκι που εξέδωσε η Κίνηση Προσφύγων Αμμοχώστου με τίτλο: «Η υπόθεση της Αμμοχώστου», αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καταλήφθηκε η Αμμόχωστος ήταν ιδιάζουσες και η ερήμωση και ο αποκλεισμός της ήταν μέρος της διαφορετικής μεταχείρισης που έτυχε από τους Τούρκους. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί τουλάχιστον μερικώς από τις υπάρχουσες πληροφορίες ότι η κατάληψη της πόλης δεν αποτελούσε μέρος των αρχικών στρατηγικών σχεδίων της Τουρκίας».
Στο πολιτικό επίπεδο τώρα, η πρώτη ευκαιρία για επιστροφή της πόλης της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του 1975. Τότε, οι Αρχές των Αγγλικών Βάσεων, ειδοποίησαν επίσημα την Κυπριακή Δημοκρατία ότι ήταν υποχρεωμένες να επιτρέψουν την αναχώρηση για την Τουρκία, των δέκα χιλιάδων Τουρκοκυπρίων προσφύγων που είχαν συγκεντρωθεί στις Βάσεις, γιατί δεν μπορούσαν να τους κρατήσουν στα εδάφη τους για άλλο χρονικό διάστημα. Πρόβλεψη των Άγγλων ήταν ότι οι δέκα χιλιάδες Τουρκοκύπριοι στην συνέχεια θα μεταφέρονταν από την Τουρκία στην κατεχόμενη Κύπρο. Τότε υπήρξε η πρόταση να επιτραπεί στους Τουρκοκύπριους αυτούς να μεταβούν στα κατεχόμενα μέσω των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας με αντάλλαγμα την επιστροφή των κατοίκων της Αμμοχώστου στην πόλη τους.
Η Κυπριακή Κυβέρνηση δεν έκανε αποδεκτή την πρόταση αυτή, γιατί έκρινε ότι η ανοχή της μετάβασης των Τουρκοκυπρίων στα κατεχόμενα μέσω των εδαφών της Δημοκρατίας, θα εθεωρείτο ως ανταλλαγή πληθυσμών που θα οδηγούσε στην αποδοχή της διζωνικής ομοσπονδίας. Σαν αποτέλεσμα, οι δέκα χιλιάδες Τουρκοκύπριοι μεταφέρθηκαν στα κατεχόμενα μέσω Τουρκίας, ενώ οι πρόσφυγες κάτοικοι της Αμμοχώστου παραμένουν για 34 χρόνια πρόσφυγες.
Τον Φεβρουάριο του 1976, στην Βιέννη, ο τότε Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κ. Βάλτχαϊμ, πρότεινε την άμεση εξέταση του εδαφικού πάνω σε τρεις καταρχήν περιοχές, της Αμμοχώστου, του Λευκονοίκου και της Μόρφου. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, διότι η κυβέρνηση θεωρούσε ότι η πρόταση αυτή θα οδηγούσε στην διζωνική ομοσπονδία δια της αφαιρέσεως, αφού δεν θα γινόταν συζήτηση για άλλες περιοχές που βρίσκονταν βαθύτερα στην κατεχόμενη περιοχή. Λίγους μήνες αργότερα η κυπριακή κυβέρνηση θα αποδεχόταν την διζωνική ομοσπονδία με την συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς το 1977, η οποία συνοδευόταν από διζωνικό χάρτη.
Χαμένη ευκαιρία για την Αμμόχωστο υπήρξε και στις 20 Ιουλίου 1978 όταν ο κατοχικός ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς, πρότεινε την επιστροφή της πόλης της Αμμοχώστου ταυτόχρονα με την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών και με όρους που θα συμφωνούνταν εκ των προτέρων. Η πρόταση απορρίφθηκε αμέσως και αψυχολόγητα, από τον Σπύρο Κυπριανού από το βήμα συλλαλητηρίου στην Λευκωσία. Ο Ραούφ Ντενκτάς έκανε την κίνηση αυτή με προτροπή της Τουρκίας στην οποία ασκούνταν τότε πιέσεις από τον Καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας Χέλμουτ Σμίτ ,τον Πρόεδρο Κάρτερ και το Αμερικανικό Κογκρέσο. Ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Ετζεβίτ σε δημοσιογραφική διάσκεψη που έδωσε στις 11 Μαΐου 1978 είπε μεταξύ άλλων «Δηλώνουμε επισήμως πως θα επιτραπεί σε 35.000 Ελληνοκύπριους να επιστρέψουν στα Βαρώσια , αμέσως μετά την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών».
Η ευκαιρία που επίσης χάθηκε ήταν αυτή του Αμερικανο-Βρετανο-Καναδικού Σχεδίου το Νοέμβριο του 1978. Στην περίπτωση αυτή προβλεπόταν η επανεγκατάσταση σε σύντομο χρονικό διάστημα των κατοίκων των Βαρωσίων στην πόλη τους, ταυτόχρονα με την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών και χωρίς κανένα όρο ή προδέσμευση. Η περιοχή της επανεγκατάστασης θα διοικείτο με βάση τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και με την επίβλεψη των Ηνωμένων Εθνών.
Για την πόλη της Αμμοχώστου κάνουν ειδική αναφορά και τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε 550 (1984), 789 (1992), 889 (1993) και 902 (1994). Στο ψήφισμα 550 που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 11 Μαΐου 1984, αναφέρει ότι το Σ.Α θεωρεί τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Βαρωσίων από άτομα άλλα από τους κατοίκους τους ως απαράδεκτες και ζητά τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών.
Το παράδειγμα των χαμένων ευκαιριών για επιστροφή της πόλης της Αμμοχώστου, φέρνει στην επιφάνεια τα διαχρονικά λάθη της δικής μας πλευράς στους χειρισμούς του κυπριακού προβλήματος, ελλείψει κοινής στοχοθέτησης όλων των πολιτικών δυνάμεων στα πλαίσια του Εθνικού Συμβουλίου. Η παράδοση της πόλης της Αμμοχώστου, στους νόμιμους κατοίκους της ως ένα πρώτο βήμα καλής θέλησης από πλευράς της Τουρκίας, αλλά και ως Μέτρο Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), μεταξύ των δύο κοινοτήτων θα εξυπηρετούσε την όλη προσπάθεια συνολικής επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Ο Δήμαρχος Αμμοχώστου κ. Αλέξης Γαλανός, πρόσφατα, πολύ εύστοχα ανέφερε: «Η Αμμόχωστος είναι μια προμετωπίδα, ένα πρώτο και μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση των ΜΟΕ μεταξύ Ε/Κ και Τ/Κ». Εξάλλου η επιστροφή της Αμμοχώστου συμφωνήθηκε στην συνάντηση κορυφής της 19ης Μαΐου 1979, μεταξύ του Προέδρου Κυπριανού και του Ραούφ Ντενκτάς. Θα έπρεπε δε να ήταν στόχος και προτεραιότητα της δικής μας πλευράς και σήμερα που το Κυπριακό βρίσκεται σε μια νέα καθοριστική φάση και πολύ πιθανόν και την τελευταία.