Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος αυτού του έτους, είναι η στιγμή να αναστοχαστούμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίσαμε ως πολιτεία, τις μάχες που δώσαμε και τις νίκες που κατακτήσαμε.
Το 2024 υπήρξε μια χρονιά γεμάτη γεγονότα σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων. Η γεωπολιτική κατάσταση στην περιοχή μας αλλά και ευρύτερα, εντείνει την αβεβαιότητα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και στα θέματα οικονομίας. Είδαμε, παγκοσμίως και στη χώρα μας, πόσο εύθραυστα μπορεί να γίνουν αυτά τα δικαιώματα σε συνθήκες κρίσης.
Όπως αντιληφθήκατε, θα μιλήσω για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αρχίζοντας από το παράδειγμα της δικής μας πατρίδας.
Φέτος, διανύουμε το 50ο έτος της τουρκικής κατοχής στην πατρίδα μας.
Οι σημερινές προσπάθειες επίλυσης για το κυπριακό, μας βρίσκουν αρκετά συγκρατημένους, και δύσπιστους γιατί εμείς οι πρόσφυγες συνηθίσαμε στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας, ειδικότερα σε μια εποχή ατέρμονης προσπάθειας επικράτησης της εικόνας και όχι της ουσίας. Προσβλέπουμε λοιπόν, σε μια λύση που θα μας αποδώσει τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι πολίτες της ΕΕ, στην ολότητα τους και όχι κουτσουρεμένα.
Είναι χρέος μας, ως Έλληνες της Κύπρου, να συνεχίσουμε τον αγώνα για τη δικαίωση της χώρας μας που θα βασίζεται στον σεβασμό των αρχών του διεθνούς δικαίου αρχίζοντας από το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι επιτέλους καιρός να σταθούμε ενώπιον της ιστορίας με σεβασμό και βαθύ αίσθημα ευθύνης, έτσι ώστε την ώρα που καταθέτουμε – όλοι μας – στεφάνια στα μνήματα και στα μνημεία των ηρώων μας να νοιώθουμε περήφανοι γιατί συνεχίζουμε τον αγώνα τους.
Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμα μέχρι σήμερα ανεπίλυτα σοβαρά ζητήματα, όπως τη διαχρονική άνιση κατανομή των βαρών και την αδιαφορία για την απόδοση απώλειας χρήσης στους εκτοπισθέντες. Το ίδιο το κράτος δικαίου στο οποίο όλοι ζούμε δημιούργησε διάφορες κατηγορίες εκτοπισθέντων λόγω ακριβώς της αποσπασματικής πολιτικής κυρίως της κοινωνικοοικονομικής, την οποία εφάρμοσε.
Ένα άλλο βασικό δικαίωμα που απώλεσε μερίδα των εκτοπισμένων είναι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Η αδικία εις βάρος των εκ μητρογονίας εκτοπισθέντων, παραμένει μέχρι και σήμερα άλυτη με βάση μία αναχρονιστική πρόνοια της νομοθεσίας που δημιουργεί διάκριση με βάση το φύλο και η οποία πρέπει επιτέλους να αποκατασταθεί. Η πρόθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας να επιλύσει το θέμα μόνο σε επίπεδο τοπικών εκλογών μας ξενίζει και μας απογοητεύει. Η απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν χωρεί εκπτώσεις. Οι εκ μητρογονίας εκτοπισθέντες, απαιτούν ίση μεταχείριση με όλους τους πολίτες και είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους να ασκούν το δικαίωμα του εκλέγειν στις κατεχόμενες επαρχίες απ’ όπου κατάγεται η μητέρα τους στις βουλευτικές αλλά και στις τοπικές εκλογές. Ας καθησυχάσουμε αυτούς που ανησυχούν, και παρασκηνιακά προσπαθούν να προωθήσουν την πρόταση για συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές, ότι πρόθεση μας δεν είναι η αύξηση των κοινοβουλευτικών εδρών για τις κατεχόμενες επαρχίες, αλλά η άρση της κατάφωρης αδικίας και διάκρισης με βάση το φύλο. Καλούμε λοιπόν την εκτελεστική εξουσία να μελετήσει τρόπους άρσης αυτής της διάκρισης με βάση το φύλο, που συμβαίνει ακόμη μέχρι και σήμερα. Είμαστε πεπεισμένοι, ότι όταν υπάρχει θέληση υπάρχει και τρόπος.
Προσωπικά, προς τον σκοπό αυτό, έχω ετοιμάσει πρόταση νόμου η οποία θα κατατεθεί με τον νέο χρόνο και η οποία θα δίνει την επιλογή στους εκ μητρογονίας εκτοπισθέντες να ασκήσουν τα εκλογικά τους δικαιώματα τόσο στις βουλευτικές αλλά και στις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης. Πρόκειται για ένα εθνικό ζήτημα που αφορά στη διασύνδεση των εκ μητρογονίας προσφύγων με τις πατρογονικές τους εστίες όπως ακριβώς και το ζήτημα της απώλειας χρήσης. Το ένα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το άλλο.
Αυτή η διασύνδεση δεν πρέπει να εκλείψει, αντιθέτως πρέπει να διατηρηθεί και να ενισχυθεί. Μόνο έτσι θα σταματήσουμε να είμαστε απλά παρατηρητές του παράνομου και άναρχου κατασκευαστικού οργίου που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια επί των εδαφών μας αλλά και να αντιδράσουμε στην προσπάθεια επιτήδειων επιχειρηματιών οι οποίοι εκμεταλλεύονται και σφετερίζονται τις περιουσίες μας. Ο σφετερισμός περιουσιών συνδέεται τόσο με το οργανωμένο ξέπλυμα χρήματος όσο και με τον παράνομο εποικισμό, σε μια αλυσίδα ποινικών αδικημάτων και εγκλημάτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι νόμιμοι ιδιοκτήτες των περιουσιών στα κατεχόμενα πρέπει να διεκδικήσουν τα δικαιώματα που ο νόμος τους παρέχει. Προς αυτή την κατεύθυνση όλοι μας πρέπει να συντονίσουμε τις προσπάθειες αποτροπής αυτού του ξεδιάντροπου παζαριού που τελείται στα κατεχόμενα, ο καθένας μέσα από τον δικό του ρόλο. Αυτός είναι και ο στόχος της πρότασης νόμου που έχω καταθέσει πρόσφατα για αύξηση των ποινών εις βάρος όσων προσπαθούν να εκμεταλλευτούν παράνομα τις περιουσίες μας.
Οι προκλήσεις για την επίλυση του κυπριακού παραμένουν μεγάλες. Η αδιάλλακτη στάση της Τουρκίας, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, αλλά και οι δυσκολίες στις συνομιλίες, επιτάσσουν μία στάση εγρήγορσης από πλευράς μας αξιοποιώντας όλες τις ευκαιρίες που μας δίνονται για να αποκτήσουμε ένα τέτοιο στρατηγικό πλεονέκτημα που θα μας οδηγήσει στη δίκαιη επίλυση του κυπριακού προβλήματος.
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Σήμερα ζούμε σε μία κοινωνία όπου εκτός του εθνικού μας ζητήματος, το οποίο αποτελεί την προτεραιότητα μας, αντιμετωπίζουμε και πολλά άλλα ζητήματα τα οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε.
Ένα από αυτά, για το οποίο επιλέγω να μιλήσω, είναι η στήριξη των ατόμων τρίτης ηλικίας και των ατόμων με αναπηρία. Δυστυχώς εν έτη 2024 η ευημερία των ανθρώπων αυτών εξακολουθεί να στηρίζεται στην καλή θέληση των παιδιών και συγγενών τους.
Παρά τις ενέργειες που γίνονται διαχρονικά για τη διασφάλιση της ευημερίας τους, δεν υπάρχει πολιτική που να αντιμετωπίζει συνολικά όλα τα ζητήματα, αλλά ούτε και ένας στρατηγικός σχεδιασμός ο οποίος να είναι ευέλικτος και να τα εξορθολογίζει. Αποτέλεσμα αυτής της ελλιπούς πολιτικής είναι να παρουσιάζονται κενά που κατ’ επέκταση επηρεάζουν αρνητικά την υγεία, την ευημερία και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των ηλικιωμένων ατόμων. Σήμερα η πολιτική του κράτους περιορίζεται κυρίως σε οικονομικές παροχές και οι πολιτικές για την υγειονομική φροντίδα πάσχουν.
Κεφαλαιώδες ζήτημα που άπτεται και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι η κοινωνική τους ένταξη η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσω προγραμμάτων που ενισχύουν τη συμμετοχή τους στην κοινωνική ζωή. Προς τον σκοπό αυτό θα πρέπει να στηριχθούν πιο εντατικά οι δράσεις που προωθούν τα Κέντρα Ενηλίκων. Ως εκ τούτου, το κράτος θα πρέπει να επενδύσει στη βελτίωση και τη διεύρυνση των Κέντρων, μέσω της συστηματικής οικονομικής ενίσχυσης που θα τους παρέχει.
Παράλληλα, η εξασφάλιση ενός ασφαλούς χώρου με τις απαραίτητες παροχές και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στις Στέγες Ηλικιωμένων μέσω της στελέχωσης τους με επαρκές και έμπειρο προσωπικό, θα πρέπει να τεθεί ως άμεση προτεραιότητα. Προϋπόθεση για να γίνει αυτό, είναι η παροχή αποτελεσματικής στήριξης των στεγών που λειτουργούν από τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης αλλά και τα ΣΚΕ, ώστε να προάγουν ανεμπόδιστα τον σκοπό τους. Είναι, επίσης, αδήριτη η ανάγκη για δημιουργία νέων Στεγών ώστε να καλύπτονται όλες οι ανάγκες των ατόμων που ζουν στην ύπαιθρο και στις ορεινές περιοχές.
Η διασφάλιση υψηλού επιπέδου ζωής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα υπηρεσιών που λαμβάνουν τα άτομα τρίτης ηλικίας από τους φροντιστές τους. Η ανάληψη καθηκόντων φροντίδας από ακατάλληλα και μη καταρτισμένα άτομα τονίζει την ανάγκη για κατοχύρωση και αναγνώριση του επαγγέλματος του φροντιστή.
Το δικαίωμα των ηλικιωμένων σε μια αξιοπρεπή ζωή είναι αδιαμφισβήτητο και επιτυγχάνεται μόνο με την παροχή αξιοπρεπών συντάξεων σε συνδυασμό με τη δυνατότητα αξιοποίησης ειδικών προγραμμάτων που καλύπτουν τις ανάγκες τους για θέρμανση, στέγαση και φάρμακα. Δυστυχώς η τρίτη ηλικία υποφέρει από δυσβάστακτα κόστη για τα οποία το κράτος οφείλει να μεριμνήσει. Σήμερα, οι ηλικιωμένοι μας αντιμετωπίζονται ως δεύτερης κατηγορίας πολίτες και βιώνουν τον ηλικιακό ρατσισμό που διακρίνεται σε πολλές εκφάνσεις της ζωής τους.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι οι ηλικιωμένοι αποτελούν τη βάση της κοινωνίας μας, φέρνοντας μαζί τους την εμπειρία, τη σοφία και την ιστορική μνήμη και το κράτος έχει ευθύνη να προνοεί για την ευημερία τους.
Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα όσον αφορά στην πολιτική που εφαρμόζεται για τις κοινωνικές υπηρεσίες και παροχές που λαμβάνουν τα άτομα με αναπηρία. Ο εκσυγχρονισμός αυτής της πολιτικής κρίνεται επιτακτικός και θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει την πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, την υποστήριξη της ψυχικής υγείας των ατόμων αυτών, καθώς και την οικονομική ενίσχυση και την κοινωνική τους ένταξη.
Ένα απλό παράδειγμα που χαρακτηρίζει την αναχρονιστική και ταυτόχρονα άδικη πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα, είναι η διασύνδεση του αναπηρικού επιδόματος με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Αυτή η πρακτική δημιουργεί μεγάλες στρεβλώσεις και οδηγεί συχνά στη στέρηση από τα άτομα με αναπηρίες ενός βασικού επιπέδου προστασίας που θα τα βοηθά να απολαμβάνουν ένα υψηλό επίπεδο ζωής και θα τα προστατεύουν από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Παράλληλα, είναι απαραίτητο να γίνουν ενέργειες για τη βελτίωση της προσβασιμότητας των ατόμων με αναπηρία σε δημόσιους χώρους, στις μεταφορές και σε υπηρεσίες, αλλά και να δοθούν περισσότερα κίνητρα σε επιχειρήσεις για την πρόσληψη αυτών των ατόμων, βελτιώνοντας ταυτόχρονα τα προγράμματα για την κατάρτιση και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους. Η ευαισθητοποίηση των πολιτών απέναντι στα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες είναι ευθύνη του κράτους και εδώ θα πρέπει να εστιάσει και το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Δυστυχώς το κράτος μας, ωθεί αυτά τα άτομα στην επιδοματική πολιτική αντί να επενδύει στις δυνατότητες τους, σκοτώνοντας έτσι τα όνειρα τους να ζήσουν μία ανεξάρτητη και αξιοπρεπή ζωή, στερώντας τους την ευκαιρία να αποδείξουν ότι και αυτοί μπορούν να γίνουν ωφέλιμοι πολίτες για την κοινωνία.
Η εφαρμογή των παραπάνω πολιτικών απαιτεί συνεργασία μεταξύ του κράτους, ιδιωτικού τομέα και της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και επαρκείς πόρους. Ο στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι τα άτομα με αναπηρία ζουν με αξιοπρέπεια, αυτονομία και ίσες ευκαιρίες. Ο εκσυγχρονισμός της πολιτικής για τα άτομα με αναπηρία αποτελεί κρίσιμο βήμα για τη δημιουργία μιας δίκαιης και συμπεριληπτικής κοινωνίας στην οποία όλοι προσβλέπουμε και επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε.
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η πραγματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτεί διαρκή προσπάθεια, πολιτική βούληση και συνεργασία μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης, του νομοθετικού και δικαστικού σώματος, αλλά και της κοινωνίας των πολιτών. Μόνο αν εστιάσουμε σε αυτά θα καταφέρουμε να επιλύσουμε όλα τα ζητήματα που βασανίζουν σήμερα τη χώρα μας. Μόνο έτσι θα προχωρήσουμε μπροστά. Η ανάγκη για την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό των θεσμών αλλά και των πολιτικών μας είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Σας ευχαριστώ και εύχομαι σε όλους καλά Χριστούγεννα με υγεία, δύναμη και αισιοδοξία για το νέο έτος.