του Χριστόφορου Φωκαΐδη
Η CYTA, όπως και άλλοι ημικρατικοί οργανισμοί, έχουν προσφέρει πολλά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας μας, ιδιαίτερα μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Σε όλη αυτή την πορεία υπήρξαν, βεβαίως, και φαινόμενα διαπλοκής, διαφθοράς και κακοδιαχείρισης. Αποτελεί γεγονός ότι οι ημικρατικοί οργανισμοί έτυχαν διαχρονικά κομματικής εκμετάλλευσης προκειμένου να εξυπηρετηθούν ημέτεροι και αυτό είναι μια πραγματικότητα, που με τόλμη και αυτοκριτική διάθεση, πρέπει να παραδεχθούμε. Τα όσα αρνητικά παρακολουθούμε να διαδραματίζονται τις τελευταίες βδομάδες στη CYTA αποτελούν παράγωγα ενός συστήματος που εξέθρεψε το πελατειακό κράτος και ο κομματικός παρεμβατισμός.
Το παρελθόν, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί σήμερα καταφύγιο κανενός για τη μη ανάληψη πολιτικής ευθύνης για αλλαγή. Ιδιαίτερα μετά την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζούμε σε ένα εντελώς νέο περιβάλλον. Το τέλος του μονοπωλιακού προστατευτισμού δεν επιτρέπει πλέον ούτε τις αλόγιστες σπατάλες, ούτε την υστέρηση στην καινοτομία, ούτε τη χαμηλή παραγωγικότητα. Σε μια υγιή οικονομία της αγοράς, οι οικονομικοί οργανισμοί θα πρέπει να μπορούν να λειτουργήσουν με ανταγωνιστικούς όρους. Την ίδια ώρα, η επανάσταση στο τομέα της ενημέρωσης και της επικοινωνίας περιορίζει τα περιθώρια για αδιαφανείς και αναξιοκρατικές διαδικασίες στη διοίκηση των οργανισμών.
Αν λοιπόν δεν κατανοήσουμε πως η σημερινή κρίση στη CYTA δεν αποτελεί παρά ένα θλιβερό επιφαινόμενο της αποτυχίας ενός θεσμικού πλαισίου που έχει κλείσει πλέον τον ιστορικό του κύκλο, η επόμενη κρίση θα είναι πολύ χειρότερη της παρούσας. Το μείζον πολιτικό διακύβευμα δεν έχει σχέση με τις επιμέρους ευθύνες συγκεκριμένων μελών του Δ.Σ. αλλά με την ανάγκη επιτέλους για ριζικές τομές και μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του οργανισμού με βάση τα νέα σύγχρονα δεδομένα. Είναι γι’ αυτό που η πρόταση του Δημοκρατικού Συναγερμού για μετοχοποίηση της CΥΤΑ, με εμπλοκή στρατηγικού επενδυτή και των εργαζομένων και διατήρηση του πλειοψηφικού κεφαλαίου στο κράτος, είναι άκρως επίκαιρη.
Η στείρα άρνηση της κυβέρνησης να συζητήσει το θέμα με το επιχείρημα πως κάτι τέτοιο συνιστά «ξεπούλημα» κρατικού πλούτου αναδεικνύει ένα ιδεολογικό δογματισμό που αδυνατεί να συλλάβει την ιστορική εξέλιξη του ρόλου των δημοσίων επιχειρήσεων. Η σύσταση δημοσίων επιχειρήσεων στην Ευρώπη (στην Κύπρο τις ονομάζουμε ημικρατικούς οργανισμούς), στόχο είχε τη διόρθωση αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «ατέλειες της αγοράς». Αυτό σήμαινε ουσιαστικά πως το κράτος έπρεπε να παρέμβει εκεί που η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν είχε τη δυνατότητα ή το συμφέρον να επενδύσει ή σε περιπτώσεις φυσικών μονοπωλίων όπου μια ιδιωτική επιχείρηση θα μπορούσε να υπερχρεώνει τους καταναλωτές.
Τα τελευταία χρόνια, σχεδόν σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, ακολουθείται μια αντίστροφη πορεία δραστικής μείωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του κράτους εκεί και όπου μπορούν να διασφαλιστούν κανόνες υγιούς ανταγωνισμού. Η εμπειρία έχει καταδείξει πως η ιδιωτική επιχειρηματικότητα είναι πιο αποτελεσματική από την κρατική. Είναι επίσης βέβαιο πως λιγότερο κράτος σημαίνει λιγότερη διαπλοκή με το πολιτικό σύστημα, λιγότερη ευνοιοκρατία. Οι ιδιώτες επενδυτές, σε αντίθεση με τους πολιτικούς, στόχο έχουν την μεγιστοποίηση του επιχειρηματικού και όχι του πολιτικού κέρδους. Αυτό, αναντίλεκτα, λειτουργεί εν τέλει προς όφελος των πολιτών. Κι’ αυτό, το κατά πόσο δηλαδή υπηρετούνται καλύτερα οι πολίτες στην καθεμιά των περιπτώσεων, πρέπει να είναι το καθοριστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του μεγέθους της κρατικής παρέμβασης.
Εδώ έγκειται και η διαφορά με τις διάφορες κρατικιστικές προσεγγίσεις που ακούμε συχνά εδώ στην Κύπρο. Στην φιλελεύθερη αντίληψη είναι οι πολίτες που ορίζουν το κράτος και όχι το αντίστροφο. Σε κάθε περίπτωση, όσοι μιλούν για ξεπούλημα κρατικού πλούτου θα πρέπει να θυμούνται πως το σύγχρονο κράτος είναι απότοκο του Διαφωτισμού και της φιλελεύθερης διανόησης που συνέβαλε αποφασιστικά στη μετάβαση από τις αυτοκρατορίες των υπηκόων στα κράτη ελευθέρων πολιτών. Στην πραγματικότητα ο μόνος που μίλησε για κατάργηση του κράτους ήταν ο Μαρξ!