του Θανάση Τσώκου
Τριάντα έξι χρόνια μετά το πραξικόπημα της χούντας Ιωαννίδη, κατά της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης και του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, κάποιοι εξακολουθούν να διαστρεβλώνουν τα γεγονότα της εποχής εκείνης, προσπαθώντας να τα εκμεταλλευτούν πολιτικά και μικροκομματικά. Είναι καιρός λοιπόν, να πάψουν τα ψέματα. Δεν μπορεί το άφρον πραξικόπημα της χούντας Ιωαννίδη να αποτελεί μέχρι σήμερα προπαγανδιστικό εργαλείο και επικοινωνιακό όπλο εσωτερικής κατανάλωσης συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Τα γεγονότα του πραξικοπήματος έχουν ως εξής:
1) Ο Δημήτριος Ιωαννίδης, ως αρχηγός της χούντας, μετά την ανατροπή του τότε «Πρωθυπουργού» Σπύρου Μαρκεζίνη και της Χούντας του Γεώργιου Παπαδόπουλου, στα τέλη του Νοέμβρη του 1973, εγκαινίασε ξανά την εχθρική στάση έναντι του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Οι σχέσεις Μακαρίου και ελληνικής χούντας, με αρχηγό τον Παπαδόπουλο, είχαν βελτιωθεί κάπως την περίοδο Αυγούστου- Νοεμβρίου 1973. Ο Παπαδόπουλος, «αποκηρύσσει δημόσια τον Γρίβα και τον καλεί να διαλύσει την ΕΟΚΑ Β΄», ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, επισκέπτεται την Αθήνα τον Νοέμβριο του 1973 για συνομιλίες με τον Σπύρο Μαρκεζίνη.
2) Το πραξικόπημα, αποφασίστηκε από τους Φαίδωνα Γκιζίκη, «Πρόεδρο της Δημοκρατίας», Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο «Πρωθυπουργό», Δημήτριο Ιωαννίδη αρχηγό της χούντας, και τον Γρηγόριο Μπονάνο, «Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων» μετά από εισήγηση και έντονη επιμονή του ίδιου του Ιωαννίδη. Για την εκτέλεση του πραξικοπήματος, είχαν σοβαρότατους ενδοιασμούς ο Μπονάνος, ο Ανδρουτσόπουλος, αλλά και ο Γκιζίκης.
3) Το πραξικόπημα, αποφασίστηκε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιούνη και η προετοιμασία του άρχισε αμέσως. Το ίδιο διάστημα, γίνεται και η επιλογή των αξιωματικών που θα ηγούνταν του πραξικοπήματος. Tου Μιχαήλ Γιωργίτση, Ταξίαρχου και Κωνσταντίνου Κομπόκη, Συνταγματάρχη. Σύνδεσμος των δύο με την τότε χουντική ηγεσία ο ταγματάρχης Κοντώσης.
4) Ο Στρατηγός Ντενίσης, Διοικητής της Εθνικής Φρουράς, δεν ήταν ενήμερος για τις προθέσεις του Ιωαννίδη για ανατροπή του Μακαρίου. Είχε υποψιαστεί όμως ενέργεια κατά του Μακαρίου για το λόγο αυτό, ζήτησε από τον Γιωργίτση να μεταφέρει στους Ιωαννίδη και Μπονάνο, την αντίθεση του για ένα τέτοιο εγχείρημα.
5) Στις 9 Ιουλίου 1974, ημέρα Τρίτη, οι Γιωργίτσης και Κομπόκης, καλούν σύσκεψη στην Κύπρο για καθορισμό των λεπτομερειών του πραξικοπήματος. Στην σύσκεψη μετέχουν οι Παναγιώτης Γιαννακόδημος, Επιτελάρχης ΓΕΕΦ, Κωνσταντίνος Παπαγιάννης, Υποδιοικητής ΕΛΔ.Κ, Γεώργιος Παπαγιάννης, Αντιπλοίαρχος, Διοικητής Ναυτικής Δύναμης Κύπρου, Αντισυνταγματάρχης Λαμπρινός, Επίλαρχος Κορκοντζέλος, Ταγματάρχες Ραυτόπουλος, Δαμασκηνός, Κοντώσης, Ζήνδρος και ο Αντισυνταγματάρχης Λάμπρου με τον Διοικητή της 195 μοίρας ελαφρού αντιαεροπορικού πυροβολικού. Στην σύσκεψη αυτή, ομόφωνα κρίθηκε ότι το πραξικόπημα δεν έπρεπε να γίνει, κύρια λόγω του κινδύνου εισβολής των Τούρκων.
6) Την επομένη, 10 Ιουλίου, στάλθηκε στην Αθήνα από τους Γιωργίτση και Κομπόκη, ο ταγματάρχης Κοντώσης για να μεταφέρει στους Ιωαννίδη και Μπονάνο τους σοβαρούς ενδοιασμούς των συμμετασχόντων στην σύσκεψη. Ιωαννίδης και Μπονάνος διαβίβασαν στους Γιωργίτση και Κομπόκη ότι το πραξικόπημα έπρεπε να εκτελεστεί γιατί ήταν διαταγή του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων και της «Κυβερνήσεως».
7) Ο Μπονάνος, για παραπλάνηση, αλλά και για να μην βρίσκεται στην Κύπρο την ημέρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος, κάλεσε στην Αθήνα, τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, Ντενίση, για σύσκεψη στις 13 Ιουλίου. Στη σύσκεψη- μπλόφα του Μπονάνου κλήθηκαν και ο Συνταγματάρχης Νικολαϊδης, Διοικητής της ΕΛΔΥΚ, ο Συνταγματάρχης Μπούρλος, Δ/τς του Α2 ΓΕΕΦ και ο πρέσβης της Ελλάδος στην Κύπρο, Λαγάκος. Η σύσκεψη-μπλόφα, διακόπηκε για την Δευτέρα 15 Ιουλίου. Δεν έγινε όμως ποτέ. Την Δευτέρα 15 Ιουλίου, όταν ο Στρατηγός Ντενίσης, πληροφορήθηκε την εκδήλωση του πραξικοπήματος από τον Υπαρχηγό του ΑΕΔ, Αντιστράτηγο Κυριακόπουλο, παραιτήθηκε από την θέση του Α/ΓΕΕΦ.
Αυτή είναι η αλήθεια, για το πώς αποφασίστηκε και εκτελέστηκε το πραξικόπημα της χούντας Ιωαννίδη, στις 15 Ιουλίου 1974, ημέρα Δευτέρα και ώρα 8:15 π.μ., το οποίο υπήρξε μοιραία ο προπομπός της τουρκικής εισβολής στις 20 Ιουλίου 1974.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα το γεγονός, ότι μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος από τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς, που μετείχαν σε αυτό, την Δευτέρα το πρωί, έσπευσαν προς υποστήριξη του, αντιμακαριακές δυνάμεις και υπολείμματα της παράνομης οργάνωσης ΕΟΚΑ Β’. Κάτι όμως, που έγινε μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος και αφού αρκετά από τα αντιμακαριακά στοιχεία απελευθερώθηκαν από τις φυλακές όπου κρατούντο. Χωρίς αυτό να μειώνει την ευθύνη κανενός ο οποίος συμμετείχε σε τέτοιες παράνομες και αντεθνικές πράξεις.